Κρονίων: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*kroni/wn | |Beta Code=*kroni/wn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[son of Cronos]], i.e. <span class="title">Zeus</span>, <span class="bibl">Il.1.397</span>, al.; <b class="b3">Ζεὺς Κρονίων</b> ib.<span class="bibl">502</span>, al.: gen. [[Κρονίονος]] only <span class="bibl">Il.14.247</span>, <span class="bibl">Od.11.620</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[Κρονιών]] (sc. [[μήν]]), name of a month at Samos, etc., <span class="title">SIG</span>976.2 (ii B. C.), al. [Hom. has ῑ in [[Κρονίων]], [[Κρονίονος]], in other cases ῐ: but <span class="bibl">Tyrt.2.1</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.23</span>, etc., use ῐ in [[Κρονίων]].]</span> | |Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[son of Cronos]], i.e. <span class="title">Zeus</span>, <span class="bibl">Il.1.397</span>, al.; <b class="b3">Ζεὺς Κρονίων</b> ib.<span class="bibl">502</span>, al.: gen. [[Κρονίονος]] only <span class="bibl">Il.14.247</span>, <span class="bibl">Od.11.620</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[Κρονιών]] (sc. [[μήν]]), name of a month at Samos, etc., <span class="title">SIG</span>976.2 (ii B. C.), al. [Hom. has ῑ in [[Κρονίων]], [[Κρονίονος]], in other cases ῐ: but <span class="bibl">Tyrt.2.1</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.23</span>, etc., use ῐ in [[Κρονίων]].]</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωνος <i>ou</i> ονος (ὁ) :<br />le fils de Cronos (Zeus).<br />'''Étymologie:''' [[Κρόνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κρονίων''': -ωνος, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχν. παρ’ Ὁμ., [[ὡσαύτως]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[Κρονίων]]· ἡ γεν. Κρονίονος ἀπαντᾷ μόνον ἐν Ἰλ. Ξ. 247, Ὀδ. Λ. 620. Ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει ῑ ἐν τοῖς [[Κρονίων]], Κρονίονος, ἐν δὲ ἄλλαις πτώσεσι ῐ· ― ἀλλὰ ὁ Τυρταῖ. 5. 1, ὁ Πίνδ. Π. 4. 39, κτλ., ἔχουσιν ῐ ἐν τῷ [[Κρονίων]]. | |lstext='''Κρονίων''': -ωνος, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχν. παρ’ Ὁμ., [[ὡσαύτως]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[Κρονίων]]· ἡ γεν. Κρονίονος ἀπαντᾷ μόνον ἐν Ἰλ. Ξ. 247, Ὀδ. Λ. 620. Ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει ῑ ἐν τοῖς [[Κρονίων]], Κρονίονος, ἐν δὲ ἄλλαις πτώσεσι ῐ· ― ἀλλὰ ὁ Τυρταῖ. 5. 1, ὁ Πίνδ. Π. 4. 39, κτλ., ἔχουσιν ῐ ἐν τῷ [[Κρονίων]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:16, 1 October 2022
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.397, al.; Ζεὺς Κρονίων ib.502, al.: gen. Κρονίονος only Il.14.247, Od.11.620. II Κρονιών (sc. μήν), name of a month at Samos, etc., SIG976.2 (ii B. C.), al. [Hom. has ῑ in Κρονίων, Κρονίονος, in other cases ῐ: but Tyrt.2.1, Pi.P.4.23, etc., use ῐ in Κρονίων.]
French (Bailly abrégé)
ωνος ou ονος (ὁ) :
le fils de Cronos (Zeus).
Étymologie: Κρόνος.
Greek (Liddell-Scott)
Κρονίων: -ωνος, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡσαύτως, Ζεὺς Κρονίων· ἡ γεν. Κρονίονος ἀπαντᾷ μόνον ἐν Ἰλ. Ξ. 247, Ὀδ. Λ. 620. Ὁ Ὅμηρος ἔχει ῑ ἐν τοῖς Κρονίων, Κρονίονος, ἐν δὲ ἄλλαις πτώσεσι ῐ· ― ἀλλὰ ὁ Τυρταῖ. 5. 1, ὁ Πίνδ. Π. 4. 39, κτλ., ἔχουσιν ῐ ἐν τῷ Κρονίων.
English (Autenrieth)
English (Slater)
Κρονίων (ᾰ but
1 ῖ (P. 1.71), (N. 9.28) ) son of Kronos epithet of Zeus. λίσσομαι νεῦσον, Κρονίων (P. 1.71) χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις (P. 3.57) “Κρονίων Ζεὺς πατὴρ” (P. 4.23) ὤπασε δὲ Κρονίων (N. 1.16) Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις (N. 9.19) εἰ δυνατόν, Κρονίων (N. 9.28) “πάτερ Κρονίων” (N. 10.76) “εὐ]ρύοπα Κρονίων Πα. 8A. 15. πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ (Pae. 15.5) Κρ]ονίων νεῦσεν ἀνάγκᾳ[ (supp. Lobel) Δ. . 1. Κρονίων Ζεύς (Κρονείων Π) ?fr. 334a. 9.
Greek Monolingual
Κρονίων, -ωνος, ὁ (Α)
ο γιος του Κρόνου, ο Ζευς («ὅτ' ἔφησθα κελαινεφέϊ Κρονίωνι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κρόνος + πατρων. κατάλ. -ίων (πρβλ. Αττικ-ίων, Ουραν-ίων)].
Greek Monotonic
Κρονίων: [ῑ], ὁ, γεν. Κρονίωνος [ῐ] ή Κρονίονος [ῑ], ὁ, πατρωνυμ., γιος του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Κρονίων -ωνος, ὁ [Κρόνος] ook gen. - ίονος; alleen Hom., zoon van Kronos, (d.w.z. Zeus).
Russian (Dvoretsky)
Κρονίων: ωνος, эп. ονος (ῑ) ὁ Кронион, сын Крона, т. е. Зевс Hom. etc.