δηριάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dhria/omai
|Beta Code=dhria/omai
|Definition=(δῆρις) [[contend]], <b class="b3">περὶ νεκροῦ δηριάασθαι</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[δηρίσασθαι]]) <span class="bibl">Il.17.734</span>; <b class="b3">ὥστ' ἀμφ' οὕροισι δὔ ἀνέρε δηριάασθον</b> [[wrangle]] about boundaries, <span class="bibl">12.421</span>: abs., ὅ τ' ἄριστοι… δηριόωντο <span class="bibl">Od.8.78</span>; οἱ δ' αὐτοὶ δηριαάσθων <span class="bibl">Il.21.467</span>; <b class="b3">δ. τινί</b> [[contend with]] one, <span class="bibl">A.R.4.1729</span>.— Later Act. δηρῐάω, [[contest a prize]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.26</span>; δίφροι δηριόωντες <span class="bibl">A.R.1.752</span>, cf. <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.230</span>.—From δηρίομαι (used by <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.44</span>) Hom. has aor. 1 Med. δηρίσαντο <span class="bibl">Od.8.76</span>: 3dual aor. 1 Pass. [[δηρινθήτην]] (as if from [[δηρίνομαι]]) <span class="bibl">Il.16.756</span> (later δηρινθῆναι <span class="bibl">A.R.2.16</span>, -θέντες <span class="bibl">Euph.98.3</span>): fut. δηρίσομαι <span class="bibl">Theoc.22.70</span>: also in aor. Act., δηρισάντοιν <span class="bibl">Thgn.995</span>; οὐκ ἅν τοί τις ἐδήρισεν περὶ τιμῆς <span class="bibl">Theoc. 25.82</span>, cf. Lyc.1306. [ῐ in pres.; ῑ in fut. and aor.]
|Definition=(δῆρις) [[contend]], <b class="b3">περὶ νεκροῦ δηριάασθαι</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[δηρίσασθαι]]) <span class="bibl">Il.17.734</span>; <b class="b3">ὥστ' ἀμφ' οὕροισι δὔ ἀνέρε δηριάασθον</b> [[wrangle]] about boundaries, <span class="bibl">12.421</span>: abs., ὅ τ' ἄριστοι… δηριόωντο <span class="bibl">Od.8.78</span>; οἱ δ' αὐτοὶ δηριαάσθων <span class="bibl">Il.21.467</span>; <b class="b3">δ. τινί</b> [[contend with]] one, <span class="bibl">A.R.4.1729</span>.— Later Act. δηρῐάω, [[contest a prize]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.26</span>; δίφροι δηριόωντες <span class="bibl">A.R.1.752</span>, cf. <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.230</span>.—From δηρίομαι (used by <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.44</span>) Hom. has aor. 1 Med. δηρίσαντο <span class="bibl">Od.8.76</span>: 3dual aor. 1 Pass. [[δηρινθήτην]] (as if from [[δηρίνομαι]]) <span class="bibl">Il.16.756</span> (later δηρινθῆναι <span class="bibl">A.R.2.16</span>, -θέντες <span class="bibl">Euph.98.3</span>): fut. δηρίσομαι <span class="bibl">Theoc.22.70</span>: also in aor. Act., δηρισάντοιν <span class="bibl">Thgn.995</span>; οὐκ ἅν τοί τις ἐδήρισεν περὶ τιμῆς <span class="bibl">Theoc. 25.82</span>, cf. Lyc.1306. [ῐ in pres.; ῑ in fut. and aor.]
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> combattre, lutter par les armes;<br /><b>2</b> lutter en paroles, s'injurier mutuellement.<br />'''Étymologie:''' [[δῆρις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δηριάομαι''': ἀποθ. ([[δῆρις]]) [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]], περὶ νεκροῦ δηριάασθαι (διάφ. γραφ. δηρίσασθαι) Ἰλ. Ρ. 734· ὥστ᾿ ἀμφ᾿ οὔροισι δύ᾿ ἀνέρε δηριάασθον, ἐμάχοντο περὶ τῶν συνόρων, Μ. 421· ἀπολ., ὅτ᾿ ἄριστοι… δηριόωντο Ὀδ. Θ. 78· οἱ δ᾿ αὐτοὶ δηριαάσθων Ἰλ. Φ. 467· δ. τινί, [[μάχομαι]], [[ἀγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1729.‒ Τὸ ἐνεργ. δηριάω, ἁμιλλῶμαι περὶ βραβείου, ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς μεθ᾿ Ὅμηρον ποιηταῖς, δηριῶν Πίνδ. Ν. 11. 34· δηριόωντες Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 752, πρβλ. Ὀππ. Κ. 1. 230. ‒ Ἐξ ἄλλου τύπου δηρίομαι [ῑ] (ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ο. 13. 63) ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει μέσ. ἀόρ. αʹ δηρίσαντο, Ὀδ. Θ. 76· γʹ δυϊκ. ἀόρ. αʹ παθ. δηρινθήτην (ὡς ἐκ ῥήμ. δηρίνομαι), Ἰλ. Π. 756· καὶ Θεόκρ. μέλλ. δηρίσομαι, 22. 70· ‒ τούτου ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Θεόγν. 995, δηρισάντοιν· ἐν Θεοκρ. 25. 82, οὐκ ἂν τοί τις ἐδήρισεν περὶ [[τιμῆς]], πρβλ. Λυκόφρ. 1306. [ῐ ἐν τῷ ἐνεστ.· ῑ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ.]
|lstext='''δηριάομαι''': ἀποθ. ([[δῆρις]]) [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]], περὶ νεκροῦ δηριάασθαι (διάφ. γραφ. δηρίσασθαι) Ἰλ. Ρ. 734· ὥστ᾿ ἀμφ᾿ οὔροισι δύ᾿ ἀνέρε δηριάασθον, ἐμάχοντο περὶ τῶν συνόρων, Μ. 421· ἀπολ., ὅτ᾿ ἄριστοι… δηριόωντο Ὀδ. Θ. 78· οἱ δ᾿ αὐτοὶ δηριαάσθων Ἰλ. Φ. 467· δ. τινί, [[μάχομαι]], [[ἀγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1729.‒ Τὸ ἐνεργ. δηριάω, ἁμιλλῶμαι περὶ βραβείου, ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς μεθ᾿ Ὅμηρον ποιηταῖς, δηριῶν Πίνδ. Ν. 11. 34· δηριόωντες Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 752, πρβλ. Ὀππ. Κ. 1. 230. ‒ Ἐξ ἄλλου τύπου δηρίομαι [ῑ] (ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ο. 13. 63) ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει μέσ. ἀόρ. αʹ δηρίσαντο, Ὀδ. Θ. 76· γʹ δυϊκ. ἀόρ. αʹ παθ. δηρινθήτην (ὡς ἐκ ῥήμ. δηρίνομαι), Ἰλ. Π. 756· καὶ Θεόκρ. μέλλ. δηρίσομαι, 22. 70· ‒ τούτου ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Θεόγν. 995, δηρισάντοιν· ἐν Θεοκρ. 25. 82, οὐκ ἂν τοί τις ἐδήρισεν περὶ [[τιμῆς]], πρβλ. Λυκόφρ. 1306. [ῐ ἐν τῷ ἐνεστ.· ῑ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ.]
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> combattre, lutter par les armes;<br /><b>2</b> lutter en paroles, s'injurier mutuellement.<br />'''Étymologie:''' [[δῆρις]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηρῐάομαι Medium diacritics: δηριάομαι Low diacritics: δηριάομαι Capitals: ΔΗΡΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: dēriáomai Transliteration B: dēriaomai Transliteration C: diriaomai Beta Code: dhria/omai

English (LSJ)

(δῆρις) contend, περὶ νεκροῦ δηριάασθαι (v.l. δηρίσασθαι) Il.17.734; ὥστ' ἀμφ' οὕροισι δὔ ἀνέρε δηριάασθον wrangle about boundaries, 12.421: abs., ὅ τ' ἄριστοι… δηριόωντο Od.8.78; οἱ δ' αὐτοὶ δηριαάσθων Il.21.467; δ. τινί contend with one, A.R.4.1729.— Later Act. δηρῐάω, contest a prize, Pi.N.11.26; δίφροι δηριόωντες A.R.1.752, cf. Opp.C.1.230.—From δηρίομαι (used by Pi.O.13.44) Hom. has aor. 1 Med. δηρίσαντο Od.8.76: 3dual aor. 1 Pass. δηρινθήτην (as if from δηρίνομαι) Il.16.756 (later δηρινθῆναι A.R.2.16, -θέντες Euph.98.3): fut. δηρίσομαι Theoc.22.70: also in aor. Act., δηρισάντοιν Thgn.995; οὐκ ἅν τοί τις ἐδήρισεν περὶ τιμῆς Theoc. 25.82, cf. Lyc.1306. [ῐ in pres.; ῑ in fut. and aor.]

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 combattre, lutter par les armes;
2 lutter en paroles, s'injurier mutuellement.
Étymologie: δῆρις.

Greek (Liddell-Scott)

δηριάομαι: ἀποθ. (δῆρις) ἀγωνίζομαι, μάχομαι, περὶ νεκροῦ δηριάασθαι (διάφ. γραφ. δηρίσασθαι) Ἰλ. Ρ. 734· ὥστ᾿ ἀμφ᾿ οὔροισι δύ᾿ ἀνέρε δηριάασθον, ἐμάχοντο περὶ τῶν συνόρων, Μ. 421· ἀπολ., ὅτ᾿ ἄριστοι… δηριόωντο Ὀδ. Θ. 78· οἱ δ᾿ αὐτοὶ δηριαάσθων Ἰλ. Φ. 467· δ. τινί, μάχομαι, ἀγωνίζομαι πρός τινα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1729.‒ Τὸ ἐνεργ. δηριάω, ἁμιλλῶμαι περὶ βραβείου, ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς μεθ᾿ Ὅμηρον ποιηταῖς, δηριῶν Πίνδ. Ν. 11. 34· δηριόωντες Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 752, πρβλ. Ὀππ. Κ. 1. 230. ‒ Ἐξ ἄλλου τύπου δηρίομαι [ῑ] (ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ο. 13. 63) ὁ Ὅμηρος ἔχει μέσ. ἀόρ. αʹ δηρίσαντο, Ὀδ. Θ. 76· γʹ δυϊκ. ἀόρ. αʹ παθ. δηρινθήτην (ὡς ἐκ ῥήμ. δηρίνομαι), Ἰλ. Π. 756· καὶ Θεόκρ. μέλλ. δηρίσομαι, 22. 70· ‒ τούτου ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Θεόγν. 995, δηρισάντοιν· ἐν Θεοκρ. 25. 82, οὐκ ἂν τοί τις ἐδήρισεν περὶ τιμῆς, πρβλ. Λυκόφρ. 1306. [ῐ ἐν τῷ ἐνεστ.· ῑ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ.]

English (Autenrieth)

(δῆρις), inf. δηριάασθαι, imp. δηριαάσθων, ipf. δηριόωντο, aor. δηρίσαντο, aor. pass. dep. δηρινθήτην: contend; mostly with arms, τὼ περὶ Κεβριόνᾶο λέονθ' ὣς δηρινθήτην, Il. 16.756; less often with words, ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, Od. 8.76,, Il. 12.421.

Greek Monotonic

δηρῐάομαι: Επικ. γʹ δυϊκ. δηριάασθον, γʹ πληθ. προστ. -αάσθων, απαρ. -άασθαι, γʹ πληθ. παρατ. δηριόωντο· αποθ. (δῆρις), φιλονικώ, λογομαχώ, διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[from δῆρις
to contend, wrangle, Hom.