εὔτοκος: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1102.png Seite 1102]] leicht, glücklich gebärend, Arist. H. A. 6, 22, [[ἵππος]] τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον 6, 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1102.png Seite 1102]] leicht, glücklich gebärend, Arist. H. A. 6, 22, [[ἵππος]] τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον 6, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adj. f.</i><br />qui enfante heureusement <i>ou</i> aisément.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τίκτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔτοκος''': -ον, εὐκόλως γεννῶν, ἀντίθ. τῷ [[δύστοκος]], [[ἵππος]] δὲ τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21, κ. ἀλλ. | |lstext='''εὔτοκος''': -ον, εὐκόλως γεννῶν, ἀντίθ. τῷ [[δύστοκος]], [[ἵππος]] δὲ τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A bringing forth easily, Arist. HA576a22 (Comp.), 573a9 (Sup.), Chrysipp.Stoic.2.212 (Sup.). 2 = εὔτεκνος 1 (which is v.l.), Ph.1.274; fertile, Hp.Nat.Mul.16.
German (Pape)
[Seite 1102] leicht, glücklich gebärend, Arist. H. A. 6, 22, ἵππος τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον 6, 18.
French (Bailly abrégé)
adj. f.
qui enfante heureusement ou aisément.
Étymologie: εὖ, τίκτω.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτοκος: -ον, εὐκόλως γεννῶν, ἀντίθ. τῷ δύστοκος, ἵππος δὲ τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔτοκος, -ον)
(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη
αρχ.
1. γόνιμος σε τέκνα
2. αυτός που βοηθά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόκος (< τίκτω) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τοκ- του θ. τεκ- (πρβλ. αόρ. β' τέκ-νον, έ-τεκον)].
Greek Monotonic
εὔτοκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννάει εύκολα, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὔτοκος: легко рож(д)ающий (ἵππος τῶν τετραπόδων εὐτοκώτατον Arst.).