διαψηφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0614.png Seite 614]] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; [[περί]] τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch [[ταῦτα]], Lys. 26, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0614.png Seite 614]] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; [[περί]] τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch [[ταῦτα]], Lys. 26, 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαψηφίσομαι, <i>att.</i> διαψηφιοῦμαι;<br />apporter chacun son suffrage, voter en ordre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψηφίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαψηφίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ [[ψήφων]] (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. [[περί]] τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. [[κρύβδην]], [[κρύφα]] Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. [[διαψηφιστός]]. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· [[ταύτῃ]] διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ.
|lstext='''διαψηφίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ [[ψήφων]] (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. [[περί]] τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. [[κρύβδην]], [[κρύφα]] Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. [[διαψηφιστός]]. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· [[ταύτῃ]] διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαψηφίσομαι, <i>att.</i> διαψηφιοῦμαι;<br />apporter chacun son suffrage, voter en ordre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψηφίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:40, 1 October 2022

German (Pape)

[Seite 614] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; περί τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch ταῦτα, Lys. 26, 1.

French (Bailly abrégé)

f. διαψηφίσομαι, att. διαψηφιοῦμαι;
apporter chacun son suffrage, voter en ordre.
Étymologie: διά, ψηφίζω.

Greek (Liddell-Scott)

διαψηφίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ ψήφων (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. περί τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. κρύβδην, κρύφα Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. διαψηφιστός. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· ταύτῃ διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

και διαψηφίζω (ΑΝ)
δίνω την ψήφο μου, ψηφίζω
μσν.
ενεργ. υπολογίζω τους φόρους
αρχ.
1. αποφασίζω με ψήφο
2. παθ. κρίνομαι με ψήφο
3. ενεργ. θέτω σε ψηφορορία.

Greek Monotonic

διαψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.:
I. ψηφίζω με σφαιρίδια (ψήφοι, calculi), σε Θουκ.
II. αποφαίνομαι μέσω της ψήφου, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διαψηφίζομαι: голосовать, решать голосованием (τι Lys. и περί τινος Plat.; κρυπτῇ ψήφῶ Arst.).

Middle Liddell

fut. attic ιοῦμαι
I. Dep. to vote in order with ballots (ψῆφοι, calculi), Thuc.
II. to decide by vote, Dem.