βῆ: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(nl)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0442.png Seite 442]] drückt das Geblök der Schafe aus, Cratin. bei Suid. u. Ar. in B. A. 85.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0442.png Seite 442]] drückt das Geblök der Schafe aus, Cratin. bei Suid. u. Ar. in B. A. 85.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét. c.</i> ἔβη, <i>3ᵉ sg. ao.2 de</i> [[βαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βῆ''': βῆ, μπαι … αῖ, ἡ βληχὴ τῶν προβάτων, βῆ βῆ λέγων βαδίζει Κρατῖν. Διον. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 562, Varro R. R. 2. 1.Βήμα<br />βῆμα, τό, (βαίνω) [[βάδισμα]], διασκέλισμα, [[πάτημα]], [[πορεία]], Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 222, 345, Πίνδ. Π. 3. 75, Αἰσχύλ. Χο. 799· σπουδῇ … βημάτων πορεύεται Εὐρ. Ἀνδρ. 880· βῆμα διαβεβηκὼς τοσόνδε Ἀριστοφ. Ἱππ. 76· ἐν Σοφ. Ἠλ. 164 λαμβάνει εἶδός τι μεταβ. σημασίας, Διὸς εὔφρόνι βήματι [[μολεῖν]], ὁδοιπορῆσαι ὑπὸ τὴν ἀγαθὴν ὁδηγίαν τοῦ [[Διός]], ὡς το πομπῇ [[Διός]], 2) ὡς [[μέτρον]] μήκους τὸ βῆμα, = 10 παλαισταί, [[περίπου]] 2 ½ πόδες, Ἥρων ἐν Ἀναλ. Βενεδικτ. σ. 309. ΙΙ. = [[βάθρον]], βῆμα, [[κάθισμα]], Σοφ. Ο. Κ. 193· - ὑψηλή τις [[θέσις]] ἢ [[ἔδαφος]], [[ὁπόθεν]] ὁμιλεῖ τις ἐνώπιον δημοσίας συνελεύσεως, κτλ., Λατ. rostra, suggestus, Θουκ. 2. 34· ἰδίως ἐν Ἀθήναις ἐν τῇ Πυκνί, Ἀντιφῶν 146. 7, Δημ. 53. 8, κτλ. Ἐν τοῖς δικαστηρίοις ὑπῆρχον δύο βήματα, τὸ μὲν διὰ τὸν ἐνάγοντα, τὸ δὲ διὰ τὸν ἐναγόμενον, ὁ αὐτ. 1176. 2, Αἰσχίν. 83. 32, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 382. 2) = [[θυμέλη]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 123· β, θεήτρου Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 820. 3) βάσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3595, 36.
|lstext='''βῆ''': βῆ, μπαι … αῖ, ἡ βληχὴ τῶν προβάτων, βῆ βῆ λέγων βαδίζει Κρατῖν. Διον. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 562, Varro R. R. 2. 1.Βήμα<br />βῆμα, τό, (βαίνω) [[βάδισμα]], διασκέλισμα, [[πάτημα]], [[πορεία]], Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 222, 345, Πίνδ. Π. 3. 75, Αἰσχύλ. Χο. 799· σπουδῇ … βημάτων πορεύεται Εὐρ. Ἀνδρ. 880· βῆμα διαβεβηκὼς τοσόνδε Ἀριστοφ. Ἱππ. 76· ἐν Σοφ. Ἠλ. 164 λαμβάνει εἶδός τι μεταβ. σημασίας, Διὸς εὔφρόνι βήματι [[μολεῖν]], ὁδοιπορῆσαι ὑπὸ τὴν ἀγαθὴν ὁδηγίαν τοῦ [[Διός]], ὡς το πομπῇ [[Διός]], 2) ὡς [[μέτρον]] μήκους τὸ βῆμα, = 10 παλαισταί, [[περίπου]] 2 ½ πόδες, Ἥρων ἐν Ἀναλ. Βενεδικτ. σ. 309. ΙΙ. = [[βάθρον]], βῆμα, [[κάθισμα]], Σοφ. Ο. Κ. 193· - ὑψηλή τις [[θέσις]] ἢ [[ἔδαφος]], [[ὁπόθεν]] ὁμιλεῖ τις ἐνώπιον δημοσίας συνελεύσεως, κτλ., Λατ. rostra, suggestus, Θουκ. 2. 34· ἰδίως ἐν Ἀθήναις ἐν τῇ Πυκνί, Ἀντιφῶν 146. 7, Δημ. 53. 8, κτλ. Ἐν τοῖς δικαστηρίοις ὑπῆρχον δύο βήματα, τὸ μὲν διὰ τὸν ἐνάγοντα, τὸ δὲ διὰ τὸν ἐναγόμενον, ὁ αὐτ. 1176. 2, Αἰσχίν. 83. 32, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 382. 2) = [[θυμέλη]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 123· β, θεήτρου Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 820. 3) βάσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3595, 36.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét. c.</i> ἔβη, <i>3ᵉ sg. ao.2 de</i> [[βαίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 19:34, 1 October 2022

German (Pape)

[Seite 442] drückt das Geblök der Schafe aus, Cratin. bei Suid. u. Ar. in B. A. 85.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἔβη, 3ᵉ sg. ao.2 de βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

βῆ: βῆ, μπαι … αῖ, ἡ βληχὴ τῶν προβάτων, βῆ βῆ λέγων βαδίζει Κρατῖν. Διον. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 562, Varro R. R. 2. 1.Βήμα
βῆμα, τό, (βαίνω) βάδισμα, διασκέλισμα, πάτημα, πορεία, Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 222, 345, Πίνδ. Π. 3. 75, Αἰσχύλ. Χο. 799· σπουδῇ … βημάτων πορεύεται Εὐρ. Ἀνδρ. 880· βῆμα διαβεβηκὼς τοσόνδε Ἀριστοφ. Ἱππ. 76· ἐν Σοφ. Ἠλ. 164 λαμβάνει εἶδός τι μεταβ. σημασίας, Διὸς εὔφρόνι βήματι μολεῖν, ὁδοιπορῆσαι ὑπὸ τὴν ἀγαθὴν ὁδηγίαν τοῦ Διός, ὡς το πομπῇ Διός, 2) ὡς μέτρον μήκους τὸ βῆμα, = 10 παλαισταί, περίπου 2 ½ πόδες, Ἥρων ἐν Ἀναλ. Βενεδικτ. σ. 309. ΙΙ. = βάθρον, βῆμα, κάθισμα, Σοφ. Ο. Κ. 193· - ὑψηλή τις θέσιςἔδαφος, ὁπόθεν ὁμιλεῖ τις ἐνώπιον δημοσίας συνελεύσεως, κτλ., Λατ. rostra, suggestus, Θουκ. 2. 34· ἰδίως ἐν Ἀθήναις ἐν τῇ Πυκνί, Ἀντιφῶν 146. 7, Δημ. 53. 8, κτλ. Ἐν τοῖς δικαστηρίοις ὑπῆρχον δύο βήματα, τὸ μὲν διὰ τὸν ἐνάγοντα, τὸ δὲ διὰ τὸν ἐναγόμενον, ὁ αὐτ. 1176. 2, Αἰσχίν. 83. 32, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 382. 2) = θυμέλη, Πολυδ. Δ΄, 123· β, θεήτρου Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 820. 3) βάσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3595, 36.

English (Autenrieth)

see βαίνω.

Spanish (DGE)

onomat. del balido be ὁ δ' ἠλίθιος ὥσπερ πρόβατον βῆ βῆ λέγων βαδίζει Cratin.45, κελεύει βῆ λέγειν Ar.Fr.648, cf. Hsch.β 554, Eust.1721.26.

Greek Monotonic

βῆ: Επικ. αντί ἔβη, γʹ ενικ. αορ. βʹ του βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

βῆ: (= ἐβη) поэт. 3 л. sing. aor. 2 к βαίνω.

Middle Liddell

baa, the cry of sheep, Cratin.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βῆ poët. indic. stamaor. 3 sing. van βαίνω.