διαδιδράσκω: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0576.png Seite 576]] (s. [[διδράσκω]]), entfliehen, τινά, Her. 8, 75 u. öfter; Ar. Ach. 601; Thuc. 7, 58 u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0576.png Seite 576]] (s. [[διδράσκω]]), entfliehen, τινά, Her. 8, 75 u. öfter; Ar. Ach. 601; Thuc. 7, 58 u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. ao.</i> [[διαδράς]];<br />s'enfuir : δ. τινα échapper à qqn en fuyant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[διδράσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδιδράσκω''': μέλλ. -δράσομαι· Ἰων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι: ἀόρ. β΄ -έδραν· πρκμ. δέδρᾱκα· - [[ἐκφεύγω]], [[φεύγω]] [[μακράν]], [[δραπετεύω]], Ἡρόδ. 8. 75, κ. ἀλλ.· διαδεδρακότες, οἱ διαφυγόντες, Ἀριστοφ. Ἀχ. 601. 2) μετ’ αἰτ., [[φεύγω]] τι, [[φεύγω]] [[μακράν]] τινος, [[ἐκφεύγω]], τινὰ Ἡρόδ. 3. 135.
|lstext='''διαδιδράσκω''': μέλλ. -δράσομαι· Ἰων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι: ἀόρ. β΄ -έδραν· πρκμ. δέδρᾱκα· - [[ἐκφεύγω]], [[φεύγω]] [[μακράν]], [[δραπετεύω]], Ἡρόδ. 8. 75, κ. ἀλλ.· διαδεδρακότες, οἱ διαφυγόντες, Ἀριστοφ. Ἀχ. 601. 2) μετ’ αἰτ., [[φεύγω]] τι, [[φεύγω]] [[μακράν]] τινος, [[ἐκφεύγω]], τινὰ Ἡρόδ. 3. 135.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. ao.</i> [[διαδράς]];<br />s'enfuir : δ. τινα échapper à qqn en fuyant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[διδράσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδιδράσκω Medium diacritics: διαδιδράσκω Low diacritics: διαδιδράσκω Capitals: ΔΙΑΔΙΔΡΑΣΚΩ
Transliteration A: diadidráskō Transliteration B: diadidraskō Transliteration C: diadidrasko Beta Code: diadidra/skw

English (LSJ)

Ion. διαδιδρήσκω, aor. 2 part. A -δράντας Hdt.8.75: pf. -δέδρᾱκα Ar.Ach.601:—run away, escape, Hdt. l. c., Th.7.85, PPetr.2p.101 (iii B. C.), etc.; διαδεδρακότες shirkers, Ar. l.c. 2 c. acc., escape from, τινά Hdt.3.135, etc.; τὸ πάθος, τὸν ὄλεθρον, Aret. SA1.10,2.8:—Pass., Hsch. 3 fly in all directions, LXX 2 Ma.8.13.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. διαδιδρήσκω Hdt.3.135, Aret.SD 1.10.1
• Morfología: [aor. sigm. subj. διαδράσῃ Arist.HA 613b20; perf. part. διαδεδρᾱκότας Ar.Ach.601]
I en pres.
1 intr. huir δουλεύσαντες καὶ διαδιδράσκοντες ὕστερον Th.7.85, (γυναῖκες) διαδιδράσκουσι γάρ Ar.Lys.719, cf. Hld.8.16.4, λήσεσθαι ... ἤλπιζον ... διαδιδράσκοντες I.BI 5.448, cf. 6.116, Plu.Luc.3, Ach.Tat.4.13.3, Hsch.δ 997, c. ac. de direcc. ἄλλοι διαδιδράσκουσιν ἑλιγμόν τινα τοῦ Νείλου Hld.8.16.6, c. giro prep. εἰς ἀνυπονοήτους οἰκίας Plb.15.30.3, πρὸς τὸν βασιλέα I.Vit.390, cf. BI 5.421, Luc.Herm.33
c. prep. y gen. τῶν δ' ἀτάκτων ... διαδιδρασκόντων ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plu.Phoc.12, διαδιδράσκεις ἐκ τῶν χειρῶν Luc.Herm.59
part. subst. fugitivo τοὺς διαδιδράσκοντας ... ἀπέσφαττον οἱ βάρβαροι I.BI 5.560, cf. 4.89, τὸ ... τῶν διαδιδρασκόντων πλῆθος I.BI 4.111
neutr. τὸ διαδιδρᾶσκον la presa que huye Luc.Anach.29
fig. refugiarse εἰς τὸ «τάχα δ' οὐδὲν ἔσται δυσχερέστερον» Plu.2.476c.
2 tr. huir de, eludir, escapar c. ac. de abstr. πόλεμον Ph.2.122, (τὰς κρίσεις) Ph.2.319, ὀργήν I.AI 18.144, cf. 19.108, δουλείαν I.AI 19.228, τὸ κάτοξυ τοῦ πάθεος Aret.l.c., λῃστρικὴν ... ἔφοδον Hld.5.22.6, τὴν δίκην IEphesos 1324.4 (VI d.C.), τὸν κίνδυνον Sch.A.Th.292c, διαδιδρήσκει πᾶν ἔργον ἡ τροφή el alimento escapa a toda elaboración, e.e., queda sin digerir por el estómago, Aret.SD 2.10.2
medic. librarse de la enfermedad, sobrevivir τὴν ... πνίγα Aret.SA 2.1.5, abs., Aret.SD 1.14.5.
3 fig. c. suj. de abstr. y ac. de pers. escapar, pasar inadvertido τοὺς γὰρ τῶν λέξεων ἐχομένους ... διαδιδράσκει τὰ πράγματα los hechos escapan a los que se apegan a las palabras Clem.Al.Strom.2.1.3, ὡς ἂν μηδὲν αὐτὸν διαδιδράσκοι τῶν γινομένων Eus.HE 2.2.1.
4 tr. poner en fuga ἑαυτούς LXX 2Ma.8.13.
II en aor.
1 intr. escapar ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούς Hdt.8.75, (Λυκοῦργος) διαδρὰς ἔλαθεν αὐτόν Plb.4.81.7, οὐ μὴ ἐκφύγῃς διαδράς LXX Si.11.10, cf. Plu.2.834f, διαδρᾶναι μὴ οἷος D.C.Epit.9.21.7, cf. 8.20.13, 39.57.3, μή τις αὐτῶν (αἰχμαλώτων) διαδρᾷ PPetr.2.2e.4 (III a.C.), cf. BGU 1147.29, 1149.34 (ambos I a.C.), ἕως ἂν διαδράσῃ τῶν νεοττῶν ἕκαστος Arist.l.c., c. giro prep. διὰ τόπων ὑλωδῶν Plb.8.18.8, ἐκ τῆς οἰκίας Plu.2.835f, cf. D.C.39.12.3.
2 tr. escapar de c. ac. de pers., tb. v. med. ὅκως τε μὴ διαδρήσεταί σφεας ὁ Δημοκήδης Hdt.3.135
c. ac. de abstr. (Εὐριπίδας) διαδρὰς τὸν ἐνεστῶτα καιρόν Plb.4.69.2, τὴν θείαν διαδρᾶναι δίκην Meth.Fr.6 in Iob 25.4
c. suj. y ac. abstr. ὁ λόγος ... τῆς ἀχαριστίας δόξαν διαδράς Gr.Thaum.Pan.Or.3.42.
III en perf., intr. estar libre, a salvo ref. al servicio militar ὁρῶν πολιοὺς μὲν ἄνδρας ἐν ταῖς τάξεσιν, νεανίας δ' ... διαδεδρακότας Ar.Ach.601.

German (Pape)

[Seite 576] (s. διδράσκω), entfliehen, τινά, Her. 8, 75 u. öfter; Ar. Ach. 601; Thuc. 7, 58 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

part. ao. διαδράς;
s'enfuir : δ. τινα échapper à qqn en fuyant.
Étymologie: διά, διδράσκω.

Greek (Liddell-Scott)

διαδιδράσκω: μέλλ. -δράσομαι· Ἰων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι: ἀόρ. β΄ -έδραν· πρκμ. δέδρᾱκα· - ἐκφεύγω, φεύγω μακράν, δραπετεύω, Ἡρόδ. 8. 75, κ. ἀλλ.· διαδεδρακότες, οἱ διαφυγόντες, Ἀριστοφ. Ἀχ. 601. 2) μετ’ αἰτ., φεύγω τι, φεύγω μακράν τινος, ἐκφεύγω, τινὰ Ἡρόδ. 3. 135.

Greek Monolingual

διαδιδράσκω και ιων. τ. διαδιδρήσκω (Α)
1. εκφεύγω, δραπετεύω
2. φεύγω προς κάθε διεύθυνση.

Greek Monotonic

διαδιδράσκω: μέλ. -δράσομαι, Ιων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι, αόρ. βʹ -έδραν, παρακ. -δέδρᾱκα·
1. τρέπομαι σε φυγή, ξεφεύγω, δραπετεύω, σε Ηρόδ.· διαδεδρακότες, φυγόπονοι, σε Αριστοφ.
2. με αιτ., ξεφεύγω από, δραπετεύω από, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διαδιδράσκω: ион. διαδιδρήσκω (ион. fut. διαδρήσομαι) разбегаться, убегать (νεανίαι διαδεδρακότες Arph.; ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plut.): δ. τινά Her. убегать от кого-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-διδράσκω praes. weglopen, proberen te ontsnappen:; ( γυναῖκες ) διαδιδράσκουσι (de vrouwen) proberen te ontsnappen Aristoph. Lys. 719; aor. ontsnappen:. ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούς als jullie het niet laten gebeuren dat zij ontsnappen Hdt. 8.75.4.

Middle Liddell

fut. -δράσομαι ionic διαδιδρήσκω ionic -δρήσομαι aor2 -έδραν perf. -δέδρᾱκα
1. to run off, get away, escape, Hdt.; διαδεδρακότες shirkers, Ar.
2. c. acc. to run away from, escape from, Hdt.