δορίγαμβρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0658.png Seite 658]] heißt Helena, Aesch. Ag 672, durch ihre Vermählung Krieg erregend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0658.png Seite 658]] heißt Helena, Aesch. Ag 672, durch ihre Vermählung Krieg erregend. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />que son époux réclame la lance à la main.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[γαμβρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δορίγαμβρος''': [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη [[αἰτία]] πολέμου [[ἕνεκα]] τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686. | |lstext='''δορίγαμβρος''': [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη [[αἰτία]] πολέμου [[ἕνεκα]] τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, bride of battles, i.e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, A.Ag.686 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
casada entre lanzas, es decir, cuya boda provoca guerras Ἑλένα A.A.687.
German (Pape)
[Seite 658] heißt Helena, Aesch. Ag 672, durch ihre Vermählung Krieg erregend.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que son époux réclame la lance à la main.
Étymologie: δόρυ, γαμβρός.
Greek (Liddell-Scott)
δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη αἰτία πολέμου ἕνεκα τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686.
Greek Monolingual
δορίγαμβρος, -ον (Α)
φρ. «τὰν δορίγαμβρον... Ἐλέναν» — την Ελένη που με τον γάμο της ξεσήκωσε πόλεμο ή «...που πολέμησαν ποιός θα τήν πάρει» (Αισχ).
Greek Monotonic
δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, η νύφη των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με μάχη, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δορίγαμβρος: обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну (Ἑλένη Aesch.).
Middle Liddell
δορί-˘γαμβρος, ον adj
bride of battles, i. e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, Aesch.