διοίγνυμι: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[abrir]] διοιγνὺς τὸ στόμα de las aves al alimentar a las crías, Arist.<i>HA</i> 613<sup>a</sup>4, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ τῆς ψυχῆς διοίγνυσιν ὄμμα del conocimiento, Ph.1.442<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[abrirse]] de las flores c. el sol, Thphr.<i>HP</i> 4.7.8, cf. tb. fig., Ph.2.414. | |dgtxt=[[abrir]] διοιγνὺς τὸ στόμα de las aves al alimentar a las crías, Arist.<i>HA</i> 613<sup>a</sup>4, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ τῆς ψυχῆς διοίγνυσιν ὄμμα del conocimiento, Ph.1.442<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[abrirse]] de las flores c. el sol, Thphr.<i>HP</i> 4.7.8, cf. tb. fig., Ph.2.414. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=entrouvrir, ouvrir (une porte, la bouche, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[οἴγνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διοίγνυμι''': μέλλ. -ξω, [[διανοίγω]], τὰς γνάθους διοίγνυτε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 852· -[[ὡσαύτως]], διοίγω, Σοφ. Αἴ. 346, Ο. Τ. 1287, 1295, Πλάτ., κλ.· ᾗ δ’ ἂν διοίξῃς σφάγια [ἐνν. τῇ μαχαίρᾳ] Εὐρ. Ἱκέτ. 1205. -Μέσ. διοίγνυσθαι Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 7, 8. | |lstext='''διοίγνυμι''': μέλλ. -ξω, [[διανοίγω]], τὰς γνάθους διοίγνυτε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 852· -[[ὡσαύτως]], διοίγω, Σοφ. Αἴ. 346, Ο. Τ. 1287, 1295, Πλάτ., κλ.· ᾗ δ’ ἂν διοίξῃς σφάγια [ἐνν. τῇ μαχαίρᾳ] Εὐρ. Ἱκέτ. 1205. -Μέσ. διοίγνυσθαι Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 7, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:55, 1 October 2022
English (LSJ)
open, τὰς γνάθους διοίγνυτε Ar.Ec.852: metaph., τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Ph.1.442:—Pass., Id.2.414:—also διοίγω, S.Aj.346, OT1287, 1295 (Pass.), Pl.Smp.222a (Pass.), etc.; ᾗ δ' ἂν διοίξῃς σφάγια (sc. τῇ μαχαίρᾳ) E.Supp.1205.
Spanish (DGE)
abrir διοιγνὺς τὸ στόμα de las aves al alimentar a las crías, Arist.HA 613a4, cf. Hsch.
•fig. τὸ τῆς ψυχῆς διοίγνυσιν ὄμμα del conocimiento, Ph.1.442
•en v. med. abrirse de las flores c. el sol, Thphr.HP 4.7.8, cf. tb. fig., Ph.2.414.
French (Bailly abrégé)
entrouvrir, ouvrir (une porte, la bouche, etc.).
Étymologie: διά, οἴγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
διοίγνυμι: μέλλ. -ξω, διανοίγω, τὰς γνάθους διοίγνυτε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 852· -ὡσαύτως, διοίγω, Σοφ. Αἴ. 346, Ο. Τ. 1287, 1295, Πλάτ., κλ.· ᾗ δ’ ἂν διοίξῃς σφάγια [ἐνν. τῇ μαχαίρᾳ] Εὐρ. Ἱκέτ. 1205. -Μέσ. διοίγνυσθαι Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 7, 8.
Greek Monolingual
διοίγνυμι και διοιγνύω και διοίγω (Α) οίγνυμι, οιγνύω, οίγω
1. ανοίγω κάτι και το κρατώ ανοιχτό
2. (-μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς.
Greek Monotonic
διοίγνυμι: μέλ. -ξω, διανοίγω, σε Αριστοφ.· επίσης διοίγω, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διοίγνῡμι: Arph., Arst. = διοίγω.