εὔρις: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1093.png Seite 1093]] ινος, = [[εὔριν]], Aesch. Ag. 1064. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1093.png Seite 1093]] ινος, = [[εὔριν]], Aesch. Ag. 1064. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ινος (ὁ, ἡ)<br />qui a bon nez, qui a le nez fin.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥίς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔρῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν [[ῥῖνα]], δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις [[εὔρινος]] βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, [[εὔρις]]…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. [[ἐΰρριν]], Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357. | |lstext='''εὔρῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν [[ῥῖνα]], δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις [[εὔρινος]] βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, [[εὔρις]]…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. [[ἐΰρριν]], Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ινος, ὁ, ἡ, with a good nose, i. e. keen-scented, κυνὸς… ὥς τις εὔρινος βάσις S.Aj.8 (v. εὔρινος), cf. Nic.Fr.98; of Cassandra, εὔρις... κυνὸς δίκην A.Ag.1093; late Ep. dat. pl. ἐϋρρίνεσσι Opp.C.4.357.
German (Pape)
[Seite 1093] ινος, = εὔριν, Aesch. Ag. 1064.
French (Bailly abrégé)
ινος (ὁ, ἡ)
qui a bon nez, qui a le nez fin.
Étymologie: εὖ, ῥίς.
Greek (Liddell-Scott)
εὔρῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ῥῖνα, δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις εὔρινος βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, εὔρις…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἐΰρριν, Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357.
Greek Monolingual
εὔρις, -ινος και εὔριν, -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)
1. αυτός που έχει καλή μύτη
2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»].
Greek Monotonic
εὔρῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (ῥίς), αυτός που έχει καλή μύτη, δηλ. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔρις: ρῑνος adj. обладающий хорошим чутьем (sc. κύων Aesch., Soph.).
Middle Liddell
εὔ-ρῑς, ῑνος, ὁ, ἡ, [ῥίς]
with a good nose, i. e. keen-scented, Aesch., Soph.