καλλιφωνία: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] ἡ, schöne Sprache, Wohllaut; D. Hal. rhet. 1, 5 Luc. Pisc. 22 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] ἡ, schöne Sprache, Wohllaut; D. Hal. rhet. 1, 5 Luc. Pisc. 22 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />belle voix, son agréable.<br />'''Étymologie:''' [[καλλίφωνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλιφωνία''': ἡ, ὡς τὸ εὐφωνία, ἀντίθ. τῷ [[κακοφωνία]] καὶ [[δυσφωνία]], Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1. 5., 4. 1, Λουκ. Ἁλ. 22. 2) [[λαμπρότης]] φωνῆς Ἐπιφάν. 1. 564Α. | |lstext='''καλλιφωνία''': ἡ, ὡς τὸ εὐφωνία, ἀντίθ. τῷ [[κακοφωνία]] καὶ [[δυσφωνία]], Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1. 5., 4. 1, Λουκ. Ἁλ. 22. 2) [[λαμπρότης]] φωνῆς Ἐπιφάν. 1. 564Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A beauty of sound or pronunciation, D.H.Rh.1.5, 4.1, Luc.Pisc.22. 2 Gramm., euphony, D.T. (Suppl.) 675.14.
German (Pape)
[Seite 1311] ἡ, schöne Sprache, Wohllaut; D. Hal. rhet. 1, 5 Luc. Pisc. 22 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
belle voix, son agréable.
Étymologie: καλλίφωνος.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιφωνία: ἡ, ὡς τὸ εὐφωνία, ἀντίθ. τῷ κακοφωνία καὶ δυσφωνία, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1. 5., 4. 1, Λουκ. Ἁλ. 22. 2) λαμπρότης φωνῆς Ἐπιφάν. 1. 564Α.
Greek Monolingual
η (AM καλλιφωνία) καλλίφωνος
1. η γλυκύτητα του ήχου ή της προφοράς, η ωραία φωνή
2. η ευφωνία.
Greek Monotonic
καλλιφωνία: ἡ, μελωδικότητα φωνής, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐφωνία: ἡ красивое произношение, благозвучие Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιφωνία -ας, ἡ [καλλίφωνος] fraaie (woord)klank.
Middle Liddell
καλλιφωνία, ἡ,
beauty of sound, Luc. [from καλλίφωνος