λιπάω: Difference between revisions
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0051.png Seite 51]] fett sein; von Menschen, λιπῶντες, im Ggstz der ἰσχνοί, Plut. reg. apophth. Caes. E.; auch = mit Fett bereitet, gesalbt, λιπόωντα πέμματα, Leon. Al. 19 (VI, 324); λιπόων [[κεκρύφαλος]], Antip. Sid. 82 (VII, 413); χεῖρας λιπώσας, glänzende, Callim. fr. 121; ὄραμνοι, saftig, Nic. Al. 487. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0051.png Seite 51]] fett sein; von Menschen, λιπῶντες, im Ggstz der ἰσχνοί, Plut. reg. apophth. Caes. E.; auch = mit Fett bereitet, gesalbt, λιπόωντα πέμματα, Leon. Al. 19 (VI, 324); λιπόων [[κεκρύφαλος]], Antip. Sid. 82 (VII, 413); χεῖρας λιπώσας, glänzende, Callim. fr. 121; ὄραμνοι, saftig, Nic. Al. 487. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés.</i><br />être gras.<br />'''Étymologie:''' [[λίπα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπάω''': ([[λίπας]], [[λίπος]]) εἶμαι παχὺς καὶ [[μαλακός]], ἀπαντᾷ δὲ μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεστ. [[λιπόω]], διάφ. γρ. ἐν Ὀδ. Τ. 72 ἀντὶ τοῦ [[ῥυπόω]]· μετοχ. λιπόοντα, Καλλ. Ἀποσπ. 141, Ἀνθ. Π. 6. 324· καὶ ὁμαλ. μετοχ. λιπῶν, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Ποαστρίαις» 1, Καλλ. Ἀποσπ. 121, Πλούτ. 2. 206F. | |lstext='''λῐπάω''': ([[λίπας]], [[λίπος]]) εἶμαι παχὺς καὶ [[μαλακός]], ἀπαντᾷ δὲ μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεστ. [[λιπόω]], διάφ. γρ. ἐν Ὀδ. Τ. 72 ἀντὶ τοῦ [[ῥυπόω]]· μετοχ. λιπόοντα, Καλλ. Ἀποσπ. 141, Ἀνθ. Π. 6. 324· καὶ ὁμαλ. μετοχ. λιπῶν, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Ποαστρίαις» 1, Καλλ. Ἀποσπ. 121, Πλούτ. 2. 206F. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:45, 1 October 2022
English (LSJ)
(λίπας, λίπος) A to be sleek, radiant, Ep. pres. λιπόω, v.l. for ῥυπόω, Od.19.72; part. λιπόων Call.Fr.141, AP6.324 (Leon.), Nic. Al.487, Q.S.10.274: regul. forms, ind. 3pl. pres. λιπῶσιν Ph.1.542, part. λιπῶν Phryn.Com.38, Call.Fr.121, Plu.2.206f. II trans., anoint, γυῖα Nic.Th.81.
German (Pape)
[Seite 51] fett sein; von Menschen, λιπῶντες, im Ggstz der ἰσχνοί, Plut. reg. apophth. Caes. E.; auch = mit Fett bereitet, gesalbt, λιπόωντα πέμματα, Leon. Al. 19 (VI, 324); λιπόων κεκρύφαλος, Antip. Sid. 82 (VII, 413); χεῖρας λιπώσας, glänzende, Callim. fr. 121; ὄραμνοι, saftig, Nic. Al. 487.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés.
être gras.
Étymologie: λίπα.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπάω: (λίπας, λίπος) εἶμαι παχὺς καὶ μαλακός, ἀπαντᾷ δὲ μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεστ. λιπόω, διάφ. γρ. ἐν Ὀδ. Τ. 72 ἀντὶ τοῦ ῥυπόω· μετοχ. λιπόοντα, Καλλ. Ἀποσπ. 141, Ἀνθ. Π. 6. 324· καὶ ὁμαλ. μετοχ. λιπῶν, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Ποαστρίαις» 1, Καλλ. Ἀποσπ. 121, Πλούτ. 2. 206F.
Greek Monolingual
λιπάω (Α) λίπα
1. λάμπω, στίλβω, γυαλίζω
2. είμαι παχύς, μαλακός, ζουμερός
3. λιπαίνω («κεδρίδας ἐνθρύπτων λιπόοις εὐηρέα γυῑα», Νίκ.).
Greek Monotonic
λῐπάω: (λίπας, λίπος), είμαι παχύς και μαλακός, Επικ. μτχ. λιπόων, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῐπάω: (только part. praes.) быть жирным, маслянистым Plut., Anth.
Middle Liddell
λῐπάω, λίπας, λίπος
to be fat and sleek, epic part. λιπόων Anth.