κατοικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1403.png Seite 1403]] bebauen, ein Gebäude worauf errichten, Xen. Ath. 3, 4; τῶν χωρίων κατοικοδομηθέντων Strab. V, 245; – verbauen, einsperren, Is. 8, 41, nach Harpocr. κατέκλεισεν εἰς [[οἴκημα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1403.png Seite 1403]] bebauen, ein Gebäude worauf errichten, Xen. Ath. 3, 4; τῶν χωρίων κατοικοδομηθέντων Strab. V, 245; – verbauen, einsperren, Is. 8, 41, nach Harpocr. κατέκλεισεν εἰς [[οἴκημα]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> couvrir de constructions;<br /><b>2</b> dissiper en constructions.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οἰκοδομέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατοικοδομέω''': οἰκοδομῶ ἐπί τινος ἢ ἔν τινι τόπῳ, οἰκοδομῶν [[καταλαμβάνω]] τι, Ξεν. Ἀθην. 3. 4.― Παθ., ἐπὶ τόπου, οἰκοδομοῦμαι ἐπί τινος, Στράβ. 245. ΙΙ. οἰκοδομῶν [[φθείρω]], δηλ. δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς οἰκοδομάς, Πλουτ. Ποπλικ. 15· ἴδε κατὰ Ε. VI. ΙΙΙ. [[κλείω]] δι’ οἰκοδομῶν, Ἰσαῖ. 73. 34.
|lstext='''κατοικοδομέω''': οἰκοδομῶ ἐπί τινος ἢ ἔν τινι τόπῳ, οἰκοδομῶν [[καταλαμβάνω]] τι, Ξεν. Ἀθην. 3. 4.― Παθ., ἐπὶ τόπου, οἰκοδομοῦμαι ἐπί τινος, Στράβ. 245. ΙΙ. οἰκοδομῶν [[φθείρω]], δηλ. δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς οἰκοδομάς, Πλουτ. Ποπλικ. 15· ἴδε κατὰ Ε. VI. ΙΙΙ. [[κλείω]] δι’ οἰκοδομῶν, Ἰσαῖ. 73. 34.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> couvrir de constructions;<br /><b>2</b> dissiper en constructions.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οἰκοδομέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 22:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικοδομέω Medium diacritics: κατοικοδομέω Low diacritics: κατοικοδομέω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: katoikodoméō Transliteration B: katoikodomeō Transliteration C: katoikodomeo Beta Code: katoikodome/w

English (LSJ)

A build upon or in a place, τι δημόσιον X.Ath.3.4; τὰς ὁδούς Arist.Ath.50.2:—Pass., of the place, to be built on, LXX Ge.36.43, Str.5.4.5. II squander in building, Plu.Publ.15 (but simply, use in building, πλίνθου τῆς -δομηθείσης PPetr.3p.141 (iii B.C.)). III shut up in a house, Is.8.41 (s.v.l.), cf. Harp.s.v. κατῳκοδόμησε. 2 Pass., to be built up. blocked up, σανίσι D.C.66.25.

German (Pape)

[Seite 1403] bebauen, ein Gebäude worauf errichten, Xen. Ath. 3, 4; τῶν χωρίων κατοικοδομηθέντων Strab. V, 245; – verbauen, einsperren, Is. 8, 41, nach Harpocr. κατέκλεισεν εἰς οἴκημα.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 couvrir de constructions;
2 dissiper en constructions.
Étymologie: κατά, οἰκοδομέω.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐπί τινος ἢ ἔν τινι τόπῳ, οἰκοδομῶν καταλαμβάνω τι, Ξεν. Ἀθην. 3. 4.― Παθ., ἐπὶ τόπου, οἰκοδομοῦμαι ἐπί τινος, Στράβ. 245. ΙΙ. οἰκοδομῶν φθείρω, δηλ. δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς οἰκοδομάς, Πλουτ. Ποπλικ. 15· ἴδε κατὰ Ε. VI. ΙΙΙ. κλείω δι’ οἰκοδομῶν, Ἰσαῖ. 73. 34.

Greek Monotonic

κατοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
I. χτίζω πάνω σε ή μέσα σε τόπο, σε Ξεν.
II. φθείρω οικοδομώντας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατοικοδομέω:
1) покрывать строениями, застраивать (τὸ δημόσιον Xen.);
2) тратить все средства на постройки Plut.;
3) запирать, заключать (τινα Isae.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-οικοδομέω met bouwen verspillen.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to build upon or in a place, Xen.
II. to build away, i. e. to squander in building, Plut.