λαοσεβής: Difference between revisions
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=laosebh/s | |Beta Code=laosebh/s | ||
|Definition=ές, <span class=sense><p><span class="bld">A</span> <b class='b2'>worshipped by the people</b>, [[ἥρως]] <span class=bibl>Pi.<span class=title>P</span>.5.95</span></span>. | |Definition=ές, <span class=sense><p><span class="bld">A</span> <b class='b2'>worshipped by the people</b>, [[ἥρως]] <span class=bibl>Pi.<span class=title>P</span>.5.95</span></span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />révéré du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], [[σέβω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾱοσεβής''': -ές, λατρεύομαι ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Πινδ. Π. 5. 129. | |lstext='''λᾱοσεβής''': -ές, λατρεύομαι ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Πινδ. Π. 5. 129. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 22:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ές,
A worshipped by the people, ἥρως Pi.P.5.95.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
révéré du peuple.
Étymologie: λαός, σέβω.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοσεβής: -ές, λατρεύομαι ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Πινδ. Π. 5. 129.
English (Slater)
λᾱοσεβής honoured by the people μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής Battos (P. 5.95)
Greek Monolingual
λαοσεβής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο λαός («ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. ευσεβής, θεοσεβής].
Greek Monotonic
λᾱοσεβής: -ές (σέβω), αυτός που λατρεύεται, είναι σεβαστός από τον λαό, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
λᾱοσεβής: почитаемый народом (ἥρως Pind.).