κατάπλεος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] auch 3 End., att. [[κατάπλεως]], ων, ganz angefüllt, τινός, Plut. u. a. Sp., auch τινί, [[χωρίον]] ὀχετοῖς βαθέσι κατάπλεων App. Pun. 117. – Auch = voll, beschmutzt, γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος Xen. Cyr. 8, 3, 30; vgl. Plut. Pyrrh. 28; D. Hal. 1, 79.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] auch 3 End., att. [[κατάπλεως]], ων, ganz angefüllt, τινός, Plut. u. a. Sp., auch τινί, [[χωρίον]] ὀχετοῖς βαθέσι κατάπλεων App. Pun. 117. – Auch = voll, beschmutzt, γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος Xen. Cyr. 8, 3, 30; vgl. Plut. Pyrrh. 28; D. Hal. 1, 79.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />complètement rempli.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς [[πλήρης]], τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη Πολυδ. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- μετὰ δοτ., [[χωρίον]] ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117.
|lstext='''κατάπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς [[πλήρης]], τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη Πολυδ. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- μετὰ δοτ., [[χωρίον]] ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />complètement rempli.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλεος Medium diacritics: κατάπλεος Low diacritics: κατάπλεος Capitals: ΚΑΤΑΠΛΕΟΣ
Transliteration A: katápleos Transliteration B: katapleos Transliteration C: katapleos Beta Code: kata/pleos

English (LSJ)

ον, Att. κατα-πλέως, ων, gen. ω. quite full, τινος of a thing, Ph.2.568, Plu.2.498f: fouled, stained with, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος X.Cyr.8.3.30, cf. IG4.952.44 (Epid.); (πηλῷ) D.H.1.79: c. dat., filled with, λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κ. Thphr.Sign. 42; Χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων App.Pun.117.

German (Pape)

[Seite 1370] auch 3 End., att. κατάπλεως, ων, ganz angefüllt, τινός, Plut. u. a. Sp., auch τινί, χωρίον ὀχετοῖς βαθέσι κατάπλεων App. Pun. 117. – Auch = voll, beschmutzt, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Xen. Cyr. 8, 3, 30; vgl. Plut. Pyrrh. 28; D. Hal. 1, 79.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
complètement rempli.
Étymologie: κατά, πλέος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς πλήρης, τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη Πολυδ. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- μετὰ δοτ., χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117.

Greek Monolingual

κατάπλεος, -ον και αττ. τ. κατάπλεως, -ων (Α)
1. εντελώς γεμάτος από κάτι
2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ-πλεος, περί-πλεως].

Greek Monotonic

κατάπλεος: -ον, Αττ. -πλεως, -ων, γεν. , εντελώς γεμάτος, πλήρης, τινος, ενός πράγματος· μολυσμένος, μιαρός, ακάθαρτος, κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερωμένος με κάτι, γῆς κατάπλεως καὶ αἵματος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατάπλεος: и 3 v.l. = κατάπλεως.

Middle Liddell

κατά-πλεος, ον
gen. ω, quite full, τινος of a thing:— fouled or stained with a thing, γῆς κατάπλεως καὶ αἵματος Xen.