οἰκιστής: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0301.png Seite 301]] ὁ, = [[οἰκιστήρ]], Ansiedler, Gründer einer Pflanzstadt, Thuc. 6, 3, νήσων, 1, 4; οἰκισταὶ ἐγένοντο Σπάρτης, Isocr. 4, 61; πόλεως, Plat. Rep. II, 379 a; Sp., wie App.; Luc. Dea Syr. 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0301.png Seite 301]] ὁ, = [[οἰκιστήρ]], Ansiedler, Gründer einer Pflanzstadt, Thuc. 6, 3, νήσων, 1, 4; οἰκισταὶ ἐγένοντο Σπάρτης, Isocr. 4, 61; πόλεως, Plat. Rep. II, 379 a; Sp., wie App.; Luc. Dea Syr. 17.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[οἰκιστήρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκιστής''': -οῦ, ὁ, ὡς τὸ [[οἰκιστήρ]], ὁ οἰκίζων τόπον τινὰ δι’ ἐποίκων, ὁ ἱδρυτὴς πόλεως, Ἡρόδ. 4. 159, Θουκ. 1. 24., 3. 92., 6. 3, Πλάτ., κτλ.· ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 24, οἱ οἰκισταὶ [[εἶναι]] οἱ παρὰ Ρωμ. triumviri coloniae deducendae.
|lstext='''οἰκιστής''': -οῦ, ὁ, ὡς τὸ [[οἰκιστήρ]], ὁ οἰκίζων τόπον τινὰ δι’ ἐποίκων, ὁ ἱδρυτὴς πόλεως, Ἡρόδ. 4. 159, Θουκ. 1. 24., 3. 92., 6. 3, Πλάτ., κτλ.· ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 24, οἱ οἰκισταὶ [[εἶναι]] οἱ παρὰ Ρωμ. triumviri coloniae deducendae.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[οἰκιστήρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:23, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκιστής Medium diacritics: οἰκιστής Low diacritics: οικιστής Capitals: ΟΙΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oikistḗs Transliteration B: oikistēs Transliteration C: oikistis Beta Code: oi)kisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, colonizer, founder of a city, IG 12.15.30, Hdt.4.159, 6.38, Th.1.24, 3.92, 6.3, etc.; also of those who frame constitutions or charters for a city, Id.3.34, Pl.R.379a; οἱ οἰκισταί = Lat. triumviri coloniae deducendae, App.BC1.24.

German (Pape)

[Seite 301] ὁ, = οἰκιστήρ, Ansiedler, Gründer einer Pflanzstadt, Thuc. 6, 3, νήσων, 1, 4; οἰκισταὶ ἐγένοντο Σπάρτης, Isocr. 4, 61; πόλεως, Plat. Rep. II, 379 a; Sp., wie App.; Luc. Dea Syr. 17.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. οἰκιστήρ.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκιστής: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ οἰκιστήρ, ὁ οἰκίζων τόπον τινὰ δι’ ἐποίκων, ὁ ἱδρυτὴς πόλεως, Ἡρόδ. 4. 159, Θουκ. 1. 24., 3. 92., 6. 3, Πλάτ., κτλ.· ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 24, οἱ οἰκισταὶ εἶναι οἱ παρὰ Ρωμ. triumviri coloniae deducendae.

Greek Monolingual

ο (Α οἰκιστής) οικίζω
αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας
αρχ.
1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη
2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί
(στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε αποικία.

Greek Monotonic

οἰκιστής: -οῦ, ὁ (οἰκίζω), αποικιστής, ιδρυτής μιας πόλης, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκιστής: οῦ ὁ
1) колонизатор (νήσων Her., Thuc. etc.);
2) основатель (πόλεως Plat., Plut.).

Middle Liddell

οἰκιστής, οῦ, ὁ, οἰκίζω
a coloniser, founder of a city, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

coloniser

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)