μετεωροσκόπος: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0160.png Seite 160]] nach überirdischen Dingen schauend, Himmels- u. Lufterscheinungen beobachtend, καὶ [[ἀδολέσχης]], Plat. Rep. VI, 488 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0160.png Seite 160]] nach überirdischen Dingen schauend, Himmels- u. Lufterscheinungen beobachtend, καὶ [[ἀδολέσχης]], Plat. Rep. VI, 488 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui observe les phénomènes <i>ou</i> les corps célestes.<br />'''Étymologie:''' [[μετέωρος]], [[σκοπέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετεωροσκόπος''': ὁ, ὁ παρατηρῶν τὰ μετέωρα, Πλάτ. Πολ. 488Ε. | |lstext='''μετεωροσκόπος''': ὁ, ὁ παρατηρῶν τὰ μετέωρα, Πλάτ. Πολ. 488Ε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, stargazer, Pl. R. 488e.
German (Pape)
[Seite 160] nach überirdischen Dingen schauend, Himmels- u. Lufterscheinungen beobachtend, καὶ ἀδολέσχης, Plat. Rep. VI, 488 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui observe les phénomènes ou les corps célestes.
Étymologie: μετέωρος, σκοπέω.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν τὰ μετέωρα, Πλάτ. Πολ. 488Ε.
Greek Monolingual
ο, η (Α μετεωροσκόπος, ό)
νεοελλ.
μετεωρολόγος
αρχ.
1. αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα
2. αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -σκόπος (< σκοπός), πρβλ. θηρο-σκόπος, ορνιθο-σκόπος].
Greek Monotonic
μετεωροσκόπος: ὁ, αιθεροβάμων, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μετεωροσκόπος: ὁ созерцающий небесные явления, звездочет Plat.
Middle Liddell
μετεωρο-σκόπος, ὁ,
a star-gazer, Plat.