Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετωπίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] = [[μετωπιαῖος]]; [[ἱδρώς]], Hipp.; [[πλέγμα]], Philp. 62 (IX, 543).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] = [[μετωπιαῖος]]; [[ἱδρώς]], Hipp.; [[πλέγμα]], Philp. 62 (IX, 543).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du front.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετωπίδιος''': -ον, = [[μετωπιαῖος]], Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.
|lstext='''μετωπίδιος''': -ον, = [[μετωπιαῖος]], Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du front.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπίδιος Medium diacritics: μετωπίδιος Low diacritics: μετωπίδιος Capitals: ΜΕΤΩΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: metōpídios Transliteration B: metōpidios Transliteration C: metopidios Beta Code: metwpi/dios

English (LSJ)

ον, = μετωπιαῖος, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cj. for -ιδαῖος; v.l. περιμετωπίδιος) ; πλέγμα AP9.543 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 164] = μετωπιαῖος; ἱδρώς, Hipp.; πλέγμα, Philp. 62 (IX, 543).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du front.
Étymologie: μέτωπον.

Greek (Liddell-Scott)

μετωπίδιος: -ον, = μετωπιαῖος, Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.

Greek Monolingual

μετωπίδιος, -ία, -ον (Α)
μετωπιαίος, μετωπικός, του μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα -ίδιος (πρβλ. πτερίδιος, ωμίδιος)].

Greek Monotonic

μετωπίδιος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται στο μέτωπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μετωπίδιος: (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный (πλέγμα Anth.).

Middle Liddell

μετωπίδιος, ον μέτωπον
on the forehead, Anth.