μονομαχικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, [[φιλοτιμία]], Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, [[φιλοτιμία]], Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un combat singulier;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> de gladiateur.<br />'''Étymologie:''' [[μονομάχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονομᾰχικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. [[φιλοτιμία]] Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα [[χάριν]] μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.
|lstext='''μονομᾰχικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. [[φιλοτιμία]] Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα [[χάριν]] μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un combat singulier;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> de gladiateur.<br />'''Étymologie:''' [[μονομάχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχικός Medium diacritics: μονομαχικός Low diacritics: μονομαχικός Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΙΚΟΣ
Transliteration A: monomachikós Transliteration B: monomachikos Transliteration C: monomachikos Beta Code: monomaxiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or in single combat, μ. φιλοτιμία Plb.1.45.9. II gladiatorial, φάρμακον Aët.15.13; χρήματα D.C.72.19.

German (Pape)

[Seite 204] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, φιλοτιμία, Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui convient pour un combat singulier;
2 à Rome de gladiateur.
Étymologie: μονομάχος.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. φιλοτιμία Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα χάριν μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.

Greek Monolingual

μονομαχικός, -ή, -όν (Α) μονομάχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη μονομαχία
2. αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.).

Greek Monotonic

μονομᾰχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή συμβαίνει στη μονομαχία, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

μονομᾰχικός: свойственный участникам единоборства (φιλοτιμία Polyb.).

Middle Liddell

μονομᾰχικός, ή, όν
of or in single combat, Polyb. [from μονομᾰ́χος]