μύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ακος, ὁ, der Mühlstein, übh. ein großer runder Stein, κόρυθες βαλλόμεναι μυλάκεσσι, Il. 12, 161; Opp. Cyn. 3, 137; πῦρ ἐκ μυλάκων βεβιημένον, Antiphil. 44 (IX, 546).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ακος, ὁ, der Mühlstein, übh. ein großer runder Stein, κόρυθες βαλλόμεναι μυλάκεσσι, Il. 12, 161; Opp. Cyn. 3, 137; πῦρ ἐκ μυλάκων βεβιημένον, Antiphil. 44 (IX, 546).
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />pierre meulière ; grosse pierre, roche.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ([[μύλη]]) μυλόπετρα, πᾶς [[μέγας]] καὶ [[στρογγύλος]] [[λίθος]], Ἰλ. Μ. 161, Ἀνθ. Π. 9. 418, 546· ― [[ἐντεῦθεν]] μύλακροι, οἱ, οἱ γόμφιοι ὀδόντες, οἱ μυλῖται, Λατ. dentes molares, Ἡσύχ.· Λατ. molucrum, παρὰ τῷ Fest., μυλόπετρα.
|lstext='''μύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ([[μύλη]]) μυλόπετρα, πᾶς [[μέγας]] καὶ [[στρογγύλος]] [[λίθος]], Ἰλ. Μ. 161, Ἀνθ. Π. 9. 418, 546· ― [[ἐντεῦθεν]] μύλακροι, οἱ, οἱ γόμφιοι ὀδόντες, οἱ μυλῖται, Λατ. dentes molares, Ἡσύχ.· Λατ. molucrum, παρὰ τῷ Fest., μυλόπετρα.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />pierre meulière ; grosse pierre, roche.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλαξ Medium diacritics: μύλαξ Low diacritics: μύλαξ Capitals: ΜΥΛΑΞ
Transliteration A: mýlax Transliteration B: mylax Transliteration C: mylaks Beta Code: mu/lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, millstone, any large round stone, Il.12.161, AP9.418 (Antip.), 546 (Antiphil.), Opp.C.3.137.

German (Pape)

[Seite 217] ακος, ὁ, der Mühlstein, übh. ein großer runder Stein, κόρυθες βαλλόμεναι μυλάκεσσι, Il. 12, 161; Opp. Cyn. 3, 137; πῦρ ἐκ μυλάκων βεβιημένον, Antiphil. 44 (IX, 546).

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
pierre meulière ; grosse pierre, roche.
Étymologie: μύλη.

Greek (Liddell-Scott)

μύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, (μύλη) μυλόπετρα, πᾶς μέγας καὶ στρογγύλος λίθος, Ἰλ. Μ. 161, Ἀνθ. Π. 9. 418, 546· ― ἐντεῦθεν μύλακροι, οἱ, οἱ γόμφιοι ὀδόντες, οἱ μυλῖται, Λατ. dentes molares, Ἡσύχ.· Λατ. molucrum, παρὰ τῷ Fest., μυλόπετρα.

English (Autenrieth)

ακος: mill-stone, then of any large round stone, pl., Il. 12.161†.

Greek Monolingual

μύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. μυλόπετρα
2. μεγάλη και στρογγυλή πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. λίθ-αξ)].

Greek Monotonic

μύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ (μύλη), Επικ. δοτ. πληθ. μυλάκεσσι, μυλόπετρα, μεγάλη στρογγυλή πέτρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ мельничный камень, жернов, тж. (вообще) большой камень Hom., Anth.

Middle Liddell

μῠ́λαξ, ακος, μύλη
a millstone, a large round stone, Il.