συνέπαινος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1016.png Seite 1016]] lobend, billigend, beistimmend, τινί, Her. 3, 119. 5, 20. 31. 32 u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1016.png Seite 1016]] lobend, billigend, beistimmend, τινί, Her. 3, 119. 5, 20. 31. 32 u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est d'accord avec, qui approuve.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπαινέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνέπαινος''': -ον, ὁ συνεπαινῶν, ἀποδεχόμενος, ἐπιδοκιμάζων τι, συν. [[εἶναι]], συνεπαινεῖν, συνεπιδοκιμάζειν, τινι Ἡρόδ. 3. 119· ἀπολ., 5. 20, 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., 7. 15.
|lstext='''συνέπαινος''': -ον, ὁ συνεπαινῶν, ἀποδεχόμενος, ἐπιδοκιμάζων τι, συν. [[εἶναι]], συνεπαινεῖν, συνεπιδοκιμάζειν, τινι Ἡρόδ. 3. 119· ἀπολ., 5. 20, 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., 7. 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est d'accord avec, qui approuve.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπαινέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:38, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέπαινος Medium diacritics: συνέπαινος Low diacritics: συνέπαινος Capitals: ΣΥΝΕΠΑΙΝΟΣ
Transliteration A: synépainos Transliteration B: synepainos Transliteration C: synepainos Beta Code: sune/painos

English (LSJ)

ον, joining in approbation of a thing, σ. εἶναι or γίνεσθαι give one's consent to a thing, τινι Hdt.3.119, 5.31: abs., ib.20, Nic.Dam.Fr.130.18 J.: c. acc. et inf., consent that . ., Hdt.7.15: c. dat. pers., D.C.57.15.

German (Pape)

[Seite 1016] lobend, billigend, beistimmend, τινί, Her. 3, 119. 5, 20. 31. 32 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est d'accord avec, qui approuve.
Étymologie: συνεπαινέω.

Greek (Liddell-Scott)

συνέπαινος: -ον, ὁ συνεπαινῶν, ἀποδεχόμενος, ἐπιδοκιμάζων τι, συν. εἶναι, συνεπαινεῖν, συνεπιδοκιμάζειν, τινι Ἡρόδ. 3. 119· ἀπολ., 5. 20, 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., 7. 15.

Greek Monolingual

-ον, Α συνεπαινῶ
αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει μαζί με κάποιον άλλο («ἡ βουλὴ συνέπαινος Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.).

Greek Monotonic

συνέπαινος: -ον, αυτός που συμμετέχει στην έγκριση κάποιου πράγματος, σύμφωνος· συνέπαινος εἶναι, δίνω τη συγκατάθεσή μου σε κάτι, τινι, ή απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ. συναινώ να..., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνέπαινος: одобряющий, соглашающийся (τινι Her.): οὐδαμῶς σ. ποιέειν με ταῦτα Her. нисколько не одобряя моего образа действий.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνέπαινος -ον [σύν, ἔπαινος] die mede goedkeurt, die instemt: σ. εἶναι of γίγνεσθαι mede goedkeuren, instemmen (met), abs.; met dat.; met AcI.

Middle Liddell

συν-έπαινος, ον,
joining in approbation of a thing, συν. εἶναι to give one's consent to a thing, τινι or absol., Hdt.; c. acc. et inf. to consent that . ., Hdt.