παντουργός: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0465.png Seite 465]] = [[πανοῦργος]], Soph. Ai. 440 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0465.png Seite 465]] = [[πανοῦργος]], Soph. Ai. 440 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />apte à tout faire :<br /><b>1</b> industrieux, adroit, actif;<br /><b>2</b> fourbe, méchant.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παντουργός''': -όν, = [[πανοῦργος]], φωτὶ παντουργῷ φρένας «πάντα πράττοντι καὶ μηδὲν ὑποστελλομένῳ, πανούργῳ καὶ ἀναιδεῖ» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 445, πρβλ. Εὐστ. 524. 37. ΙΙ. ὁ τῶν πάντων [[κατασκευαστής]], Ἐκκλ.· οὕτω παντούργητος, [[αὐτόθι]]. | |lstext='''παντουργός''': -όν, = [[πανοῦργος]], φωτὶ παντουργῷ φρένας «πάντα πράττοντι καὶ μηδὲν ὑποστελλομένῳ, πανούργῳ καὶ ἀναιδεῖ» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 445, πρβλ. Εὐστ. 524. 37. ΙΙ. ὁ τῶν πάντων [[κατασκευαστής]], Ἐκκλ.· οὕτω παντούργητος, [[αὐτόθι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:45, 2 October 2022
English (LSJ)
όν, A = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας S.Aj.445, cf. Eust.524.37. II creating all, Dam.Pr.57, cf. Eust.29.31.
German (Pape)
[Seite 465] = πανοῦργος, Soph. Ai. 440 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
apte à tout faire :
1 industrieux, adroit, actif;
2 fourbe, méchant.
Étymologie: πᾶν, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
παντουργός: -όν, = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας «πάντα πράττοντι καὶ μηδὲν ὑποστελλομένῳ, πανούργῳ καὶ ἀναιδεῖ» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 445, πρβλ. Εὐστ. 524. 37. ΙΙ. ὁ τῶν πάντων κατασκευαστής, Ἐκκλ.· οὕτω παντούργητος, αὐτόθι.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
1. αυτός που είναι ικανός να επιτελέσει κάθε έργο, πανούργος
2. αυτός που δημιουργεί τα πάντα
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ παντουργός
ο δημιουργός, ο Θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ουργός (< έργο)].
Greek Monotonic
παντουργός: -ον, = παν-οῦργος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
παντουργός: Soph. = πανοῦργος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντουργός -όν [~ πανοῦργος] tot alles in staat, misdadig.
Middle Liddell
παντ-ουργός, όν = πανοῦργος, Soph.]