πενταπλάσιος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0557.png Seite 557]] ion. -[[πλήσιος]], Her. 6, 13, fünffach, Arist. pol. 2, 6 u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0557.png Seite 557]] ion. -[[πλήσιος]], Her. 6, 13, fünffach, Arist. pol. 2, 6 u. Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />cinq fois aussi grand, quintuple.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], -πλασιος. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πενταπλάσιος''': -α, -ον, Ἰων. -πλήσιος, η, ον, ὡς καὶ νῦν, [[πεντάκις]] μεγαλείτερος, Ἡρόδ. 6. 12, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 15· π. τινος, [[πεντάκις]] μεγαλείτερός τινος, [[αὐτόθι]] 2. 7, 4· Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Γένεσ. ΜΓ΄, 34). | |lstext='''πενταπλάσιος''': -α, -ον, Ἰων. -πλήσιος, η, ον, ὡς καὶ νῦν, [[πεντάκις]] μεγαλείτερος, Ἡρόδ. 6. 12, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 15· π. τινος, [[πεντάκις]] μεγαλείτερός τινος, [[αὐτόθι]] 2. 7, 4· Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Γένεσ. ΜΓ΄, 34). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:58, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, Ion. πεντα-πλήσιος, η, ον, five-fold, Hdt.6.13, Arist. Pol.1265b22; π. τινός five times as large as... ib.1266b6; five times as much, Orib.Fr.99. Adv. -ως LXX Ge.43.34.
German (Pape)
[Seite 557] ion. -πλήσιος, Her. 6, 13, fünffach, Arist. pol. 2, 6 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
cinq fois aussi grand, quintuple.
Étymologie: πέντε, -πλασιος.
Greek (Liddell-Scott)
πενταπλάσιος: -α, -ον, Ἰων. -πλήσιος, η, ον, ὡς καὶ νῦν, πεντάκις μεγαλείτερος, Ἡρόδ. 6. 12, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 15· π. τινος, πεντάκις μεγαλείτερός τινος, αὐτόθι 2. 7, 4· Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Γένεσ. ΜΓ΄, 34).
Greek Monolingual
-α, -ο / πενταπλάσιος, -ία, -ον και ιων. τ. πενταπλήσιος, -ίη, -ον, ΝΑ
αυτός που είναι πέντε φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάτι άλλο που λαμβάνεται ως μονάδα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πενταπλάσιο
ποσότητα πέντε φορές μεγαλύτερη από μια άλλη.
επίρρ...
πενταπλασίως ΝΑ
σε πενταπλάσια ποσότητα, ή ένταση ή σε πενταπλάσιο μέγεθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πλάσιος].
Greek Monotonic
πενταπλάσιος: -α, -ον, Ιων. -πλήσιος, -η, -ον, πέντε φορές μεγαλύτερος, σε Ηρόδ.· πενταπλάσιός τινος, πέντε φορές πιο μεγάλος όσο..., σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πενταπλάσιος: ион. πενταπλήσιος 3 впятеро больший Her., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενταπλάσιος -ον, Ion. πενταπλήσιος [πέντα, ~ διπλάσιος] vijfvoudig; met gen. vijfmaal:. πενταπλασίαν... τῆς ἐλαχίστης ( κτήσεως ) vijfmaal het kleinste (grondbezit) Aristot. Pol. 1266b6.
Middle Liddell
πεντα-πλάσιος, η, ον
five-fold, Hdt.; π. τινος five times as large as…, Arist.