περαίωσις: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0562.png Seite 562]] ἡ, das Übersetzen, Philostr. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0562.png Seite 562]] ἡ, das Übersetzen, Philostr. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de passer au delà, trajet.<br />'''Étymologie:''' [[περαιόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περαίωσις''': ἡ, ([[περαιόω]]) διάβασις εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], συμπράττοντος τοῦ ῥοῦ πρὸς τὴν περαίωσιν Στράβ. 591· τὴν [[ἐκεῖθεν]] περαίωσιν… ἄπορον ὁρῶντες Πλουτ. Τιμ. 16. ΙΙ. ἐκτέλεσις, Βυζ.· [[τέλος]], [[αὐτόθι]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389.
|lstext='''περαίωσις''': ἡ, ([[περαιόω]]) διάβασις εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], συμπράττοντος τοῦ ῥοῦ πρὸς τὴν περαίωσιν Στράβ. 591· τὴν [[ἐκεῖθεν]] περαίωσιν… ἄπορον ὁρῶντες Πλουτ. Τιμ. 16. ΙΙ. ἐκτέλεσις, Βυζ.· [[τέλος]], [[αὐτόθι]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de passer au delà, trajet.<br />'''Étymologie:''' [[περαιόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:03, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαίωσις Medium diacritics: περαίωσις Low diacritics: περαίωσις Capitals: ΠΕΡΑΙΩΣΙΣ
Transliteration A: peraíōsis Transliteration B: peraiōsis Transliteration C: peraiosis Beta Code: perai/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ, crossing over, Str.12.5.1,al., Plu.Tim.16.

German (Pape)

[Seite 562] ἡ, das Übersetzen, Philostr. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de passer au delà, trajet.
Étymologie: περαιόω.

Greek (Liddell-Scott)

περαίωσις: ἡ, (περαιόω) διάβασις εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, συμπράττοντος τοῦ ῥοῦ πρὸς τὴν περαίωσιν Στράβ. 591· τὴν ἐκεῖθεν περαίωσιν… ἄπορον ὁρῶντες Πλουτ. Τιμ. 16. ΙΙ. ἐκτέλεσις, Βυζ.· τέλος, αὐτόθι. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389.

Greek Monotonic

περαίωσις: ἡ (περαιόω), διέλευση, μεταφορά, μετάβαση στο απέναντι μέρος, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

περαίωσις: εως ἡ переход, переправа Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περαίωσις -εως, ἡ [περαιόω] oversteek.

Middle Liddell

περαίωσις, εως, περαιόω
a carrying over, Strab.