πολύχρηστος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] sehr nutzbar, nützlich, Arist. gen. an. 5, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] sehr nutzbar, nützlich, Arist. gen. an. 5, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />très utile ; très employé.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χρηστός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύχρηστος''': -ον, ὁ εἰς πολλὰ [[χρήσιμος]], [[λίαν]] [[χρήσιμος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12· π. πρὸς τὸν βίον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 4. 1. | |lstext='''πολύχρηστος''': -ον, ὁ εἰς πολλὰ [[χρήσιμος]], [[λίαν]] [[χρήσιμος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12· π. πρὸς τὸν βίον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 4. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:21, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, useful for many purposes, very useful, Arist.GA789b9, Pol.1337b26, Dsc. 1.1, Gal.6.534,480 (Sup.); τὸ π. Corn.ND9: Comp., Muson.Fr. 20p.112H., Alex.Aphr. in Top.277.4. Adv. -τως v.l. in Paul.Aeg.7.16.
German (Pape)
[Seite 677] sehr nutzbar, nützlich, Arist. gen. an. 5, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très utile ; très employé.
Étymologie: πολύς, χρηστός.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχρηστος: -ον, ὁ εἰς πολλὰ χρήσιμος, λίαν χρήσιμος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12· π. πρὸς τὸν βίον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 4. 1.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που είναι πολύ χρήσιμος, πολύ ωφέλιμος («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», Αριστοτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύχρηστον
η πολυχρηστία.
επίρρ...
πολυχρήστως
κατά πολύχρηστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χρηστός (< χρῶμαι), πρβλ. εύ-χρηστος].
Greek Monotonic
πολύχρηστος: -ον, χρήσιμος για πολλούς λόγους, για πολλά πράγματα, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πολύχρηστος: весьма полезный (πρός τι Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύχρηστος -ον [πολύς, χρηστός] zeer nuttig.