πρέσβος: Difference between revisions
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0698.png Seite 698]] τό, poet. = [[πρέσβευμα]], Gegenstand der Verehrung; [[βασίλεια]] γύναι, [[πρέσβος]] Πέρσαις, Aesch. Pers. 615; auch [[πρέσβος]] Ἀργείων [[τόδε]], die Ehrenversammlung, Ag. 829. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0698.png Seite 698]] τό, poet. = [[πρέσβευμα]], Gegenstand der Verehrung; [[βασίλεια]] γύναι, [[πρέσβος]] Πέρσαις, Aesch. Pers. 615; auch [[πρέσβος]] Ἀργείων [[τόδε]], die Ehrenversammlung, Ag. 829. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />objet de respect ; [[πρέσβος]] Ἀργείων ESCHL l'auguste assemblée des Argiens.<br />'''Étymologie:''' [[πρέσβυς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρέσβος''': τό, ποιητ. λέξ., τὸ ἐν τιμῇ ὄν, [[βασίλεια]] γύναι, [[πρέσβος]] Πέρσαις Αἰσχύλ. Πέρσ. 623· πρ. Ἀργείων, σεβασμία [[συνέλευσις]] τῶν Ἀργείων..., ὁ αὐτ. Ἀγ. 855. 1393. | |lstext='''πρέσβος''': τό, ποιητ. λέξ., τὸ ἐν τιμῇ ὄν, [[βασίλεια]] γύναι, [[πρέσβος]] Πέρσαις Αἰσχύλ. Πέρσ. 623· πρ. Ἀργείων, σεβασμία [[συνέλευσις]] τῶν Ἀργείων..., ὁ αὐτ. Ἀγ. 855. 1393. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:25, 2 October 2022
English (LSJ)
εος, τό, poet. word, object of reverence, Πέρσαις to them, A. Pers.623 (anap.); π. Ἀργείων august assembly of... Id.Ag.855,1393.
German (Pape)
[Seite 698] τό, poet. = πρέσβευμα, Gegenstand der Verehrung; βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις, Aesch. Pers. 615; auch πρέσβος Ἀργείων τόδε, die Ehrenversammlung, Ag. 829.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
objet de respect ; πρέσβος Ἀργείων ESCHL l'auguste assemblée des Argiens.
Étymologie: πρέσβυς.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβος: τό, ποιητ. λέξ., τὸ ἐν τιμῇ ὄν, βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις Αἰσχύλ. Πέρσ. 623· πρ. Ἀργείων, σεβασμία συνέλευσις τῶν Ἀργείων..., ὁ αὐτ. Ἀγ. 855. 1393.
Greek Monolingual
-εος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) πρέσβευμα. σεβαστό αντικείμενο (α. «βασίλεια γῡ
ναι, πρέσβος Πέρσαις» β. «πρέσβος Αργείων τόδε» — σεβαστή εκκλησία, συνέλευση τών Αργείων, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πρέσβυς, κατά τα: κράτος, κῦδος.
Greek Monotonic
πρέσβος: τό (πρεσβύς), αντικείμενο τιμής, σε Αισχύλ.· πρέσβος Ἀργείων, η σεβάσμια συνέλευση των Αργείων, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πρέσβος: εος τό предмет глубокого уважения: π. Πέρσαις Aesch. (царица Атосса), окруженная почитанием персов; π. Ἀργείων Aesch. высокочтимое собрание аргосских старейшин.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρέσβος -ους, zonder contr. -εος, τό [πρέσβυς] object van respect:; βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις koninklijke vrouwe, door de Perzen hogelijk geëerd Aeschl. Pers. 623; uitbr.: ἄνδρες πολῖται, πρέσβος Ἀργείων heren burgers, verheven raad der Grieken Aeschl. Ag. 855.
Middle Liddell
πρέσβος, εος, τό, [πρεσβύς]
an object of reverence, Aesch.; πρ. Ἀργείων august assembly of Argives, Aesch.