προεκπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0719.png Seite 719]] (s. [[πίπτω]]), vorher herausfallen; προεκπίπτουσιν αἱ καταδίκαι τῶν ἀποδείξεων, Plut. ad princ. inerud. 6; [[φήμη]] προεκπεσοῦσα, Galb. 5; περαιτέρω, weit über die Gränze gehen, Longin. 15, 8; vgl. Strab. 1, 2, 3 g. E.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0719.png Seite 719]] (s. [[πίπτω]]), vorher herausfallen; προεκπίπτουσιν αἱ καταδίκαι τῶν ἀποδείξεων, Plut. ad princ. inerud. 6; [[φήμη]] προεκπεσοῦσα, Galb. 5; περαιτέρω, weit über die Gränze gehen, Longin. 15, 8; vgl. Strab. 1, 2, 3 g. E.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προεκπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> προεξέπεσον, <i>etc.</i><br />se répandre <i>ou</i> se divulguer auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκπίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προεκπίπτω''': [[ἐκπίπτω]] ἢ [[ἐξέρχομαι]] πρότερον, προηγοῦμαι, τὸ [[κῦμα]] πρ. τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Προβλ. 23. 12· ― κοινολογοῦμαι πρότερον, [[φήμη]] Πλουτ. Γάλβ. 5· πρ. εἰς γένεσιν ὁ αὐτ. 2. 427Ε. ΙΙ. ἐκτείνομαι [[πέραν]] τῶν ὁρίων, Στράβ. 16, Λογγῖν. 15.
|lstext='''προεκπίπτω''': [[ἐκπίπτω]] ἢ [[ἐξέρχομαι]] πρότερον, προηγοῦμαι, τὸ [[κῦμα]] πρ. τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Προβλ. 23. 12· ― κοινολογοῦμαι πρότερον, [[φήμη]] Πλουτ. Γάλβ. 5· πρ. εἰς γένεσιν ὁ αὐτ. 2. 427Ε. ΙΙ. ἐκτείνομαι [[πέραν]] τῶν ὁρίων, Στράβ. 16, Λογγῖν. 15.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προεκπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> προεξέπεσον, <i>etc.</i><br />se répandre <i>ou</i> se divulguer auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκπίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:28, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκπίπτω Medium diacritics: προεκπίπτω Low diacritics: προεκπίπτω Capitals: ΠΡΟΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: proekpíptō Transliteration B: proekpiptō Transliteration C: proekpipto Beta Code: proekpi/ptw

English (LSJ)

A fall or come out before, precede, τὸ κῦμα π. τοῦ πνεύματος Arist.Pr.932b37: metaph., get abroad before, φήμη Plu.Galb. 5; π. εἰς γένεσιν Id.2.427e. II go beyond limits, Str.1.2.3; π. τὸ ἀδύνατον Longin.15.8 (προσ- cod.), cf.38.1.

German (Pape)

[Seite 719] (s. πίπτω), vorher herausfallen; προεκπίπτουσιν αἱ καταδίκαι τῶν ἀποδείξεων, Plut. ad princ. inerud. 6; φήμη προεκπεσοῦσα, Galb. 5; περαιτέρω, weit über die Gränze gehen, Longin. 15, 8; vgl. Strab. 1, 2, 3 g. E.

French (Bailly abrégé)

f. προεκπεσοῦμαι, ao.2 προεξέπεσον, etc.
se répandre ou se divulguer auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκπίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

προεκπίπτω: ἐκπίπτωἐξέρχομαι πρότερον, προηγοῦμαι, τὸ κῦμα πρ. τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Προβλ. 23. 12· ― κοινολογοῦμαι πρότερον, φήμη Πλουτ. Γάλβ. 5· πρ. εἰς γένεσιν ὁ αὐτ. 2. 427Ε. ΙΙ. ἐκτείνομαι πέραν τῶν ὁρίων, Στράβ. 16, Λογγῖν. 15.

Greek Monolingual

Α
1. προηγούμαι, προπορεύομαι
2. (για όργανα του σώματος) παθαίνω πρόπτωση («τὸ αἰδοῑον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.)
3. βγαίνω από τα όρια, ξεπερνώ το μέτρο
4. διαδίδομαι, κοινολογούμαι προηγουμένωςλαλιά δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῦσα πλήθος ἀνθρώπων ἤθροισε», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκπίπτω «πέφτω έξω, εξορμώ»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκπίπτω zich tevoren verspreiden:. λαλιὰ δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῦσα toen geklets en geroddel al de ronde deden Plut. Galb. 5.1.

Russian (Dvoretsky)

προεκπίπτω: приходиться или случаться раньше; π. εἰς γένεσιν Plut. возникать раньше; τί τινος προεκπίπτει Arst., Plut. что-л. предшествует чему-л.; φήμη προεκπεσοῦσα Plut. опередивший (события) слух.