πραγματοδίφης: Difference between revisions
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] ὁ, der Händelsucher, Ar. Av. 1424. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] ὁ, der Händelsucher, Ar. Av. 1424. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />chercheur d'affaire, chicaneur.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]], [[διφάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πραγμᾰτοδίφης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐπιδιώκων δίκας, [[δικολόγος]], Ἀριστ. Ὄρν. 1424. | |lstext='''πραγμᾰτοδίφης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐπιδιώκων δίκας, [[δικολόγος]], Ἀριστ. Ὄρν. 1424. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:30, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, one who hunts after lawsuits, pettifogger, Ar.Av.1424.
German (Pape)
[Seite 693] ὁ, der Händelsucher, Ar. Av. 1424.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chercheur d'affaire, chicaneur.
Étymologie: πρᾶγμα, διφάω.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐπιδιώκων δίκας, δικολόγος, Ἀριστ. Ὄρν. 1424.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που επιζητεί έριδες, δίκες («ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιώτικος... καὶ πραγματοδίφης», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστρο-δίφης, ιστοριο-δίφης].
Greek Monotonic
πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ (διφάω), αυτός που κυνηγά, επιδιώκει να αποκτήσει δίκες, δικολάβος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πραγμᾰτοδίφης: ου (ῑ) ὁ кляузник, крючкотвор Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πραγματοδίφης -ου, ὁ [πρᾶγμα, διφάω] iemand die op processen uit is.
Middle Liddell
πραγμᾰτο-δῑ́φης, ου, ὁ, διφάω
one who hunts after lawsuits, a pettifogger, Ar.