πρακτός: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] adj. verb. von [[πράσσω]], gethan, zu thun, thunlich; τὰ πρακτά, das was man thut, Arist. eth. 1, 2; von [[ποιητός]] unterschieden, 6, 4; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] adj. verb. von [[πράσσω]], gethan, zu thun, thunlich; τὰ πρακτά, das was man thut, Arist. eth. 1, 2; von [[ποιητός]] unterschieden, 6, 4; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut <i>ou</i> doit être fait, faisable, praticable.<br />'''Étymologie:''' [[πράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρακτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πράσσω]]· τὰ πρακτά, πράγματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ γείνωσιν, ἅτινα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς σημεῖα ἠθικῆς ἐνεργείας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 2, 1., 4. 6, 4, κτλ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ πραχθῇ, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα = ναυσιπέρατα, Ποιητὴς ἐν Ruhnk. Ep. Crit. 192· ἀλλὰ πρβλ. [[πράσσω]] Ι. ΙΙ. πρακτὸς ὑπό τινος, ὁ κληθεὶς ὑπό τινος [[ὅπως]] ἀποτίσῃ χρήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, VII. 2 καὶ 22· πρβλ. [[πράσσω]] V. 1.
|lstext='''πρακτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πράσσω]]· τὰ πρακτά, πράγματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ γείνωσιν, ἅτινα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς σημεῖα ἠθικῆς ἐνεργείας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 2, 1., 4. 6, 4, κτλ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ πραχθῇ, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα = ναυσιπέρατα, Ποιητὴς ἐν Ruhnk. Ep. Crit. 192· ἀλλὰ πρβλ. [[πράσσω]] Ι. ΙΙ. πρακτὸς ὑπό τινος, ὁ κληθεὶς ὑπό τινος [[ὅπως]] ἀποτίσῃ χρήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, VII. 2 καὶ 22· πρβλ. [[πράσσω]] V. 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut <i>ou</i> doit être fait, faisable, praticable.<br />'''Étymologie:''' [[πράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρακτός Medium diacritics: πρακτός Low diacritics: πρακτός Capitals: ΠΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: praktós Transliteration B: praktos Transliteration C: praktos Beta Code: prakto/s

English (LSJ)

Ion. πρηκτός, ή, όν, (πράσσω): τὰ π. A things to be done, i.e. matters of moral action, Arist.EN1094a19, 1097a22; τὰ π. ἀγαθά ib. 1095a16, cf. Andronic. Rhod.p.574 M. 2 traversed, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα A.R.Fr.5.3. II πρακτὸς ὑπό τινος liable to be called on to pay money by one, Test.Epict.7.2, 21, cf. IG12 (7).237.60 (Minoa, i B. C.); π. ἔστωμ Πραξικλεῖ ἡμιόλιον τὸ ἀργύριον ib. 67.46 (Arcesine, in/iii B. C.); π. ἔστω τοῦ ἡμιολίου τοῖς ταμίαις ib.62.50 (ibid., iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 693] adj. verb. von πράσσω, gethan, zu thun, thunlich; τὰ πρακτά, das was man thut, Arist. eth. 1, 2; von ποιητός unterschieden, 6, 4; Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut ou doit être fait, faisable, praticable.
Étymologie: πράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πρακτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πράσσω· τὰ πρακτά, πράγματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ γείνωσιν, ἅτινα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς σημεῖα ἠθικῆς ἐνεργείας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 2, 1., 4. 6, 4, κτλ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ πραχθῇ, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα = ναυσιπέρατα, Ποιητὴς ἐν Ruhnk. Ep. Crit. 192· ἀλλὰ πρβλ. πράσσω Ι. ΙΙ. πρακτὸς ὑπό τινος, ὁ κληθεὶς ὑπό τινος ὅπως ἀποτίσῃ χρήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, VII. 2 καὶ 22· πρβλ. πράσσω V. 1.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πρηκτός, -ή, -όν, Α πράττω
1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός
2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός
3. αυτός που μπορεί κανείς να τον εισπράξει
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά
πράγματα τα οποία είναι σωστό να γίνονται, ηθικές ενέργειες
5. φρ. «πρακτὸς ὑπὸ τινος» — αυτός που κλήθηκε από κάποιον για να πληρώσει χρήματα, να αποδώσει κάτι που οφείλει.

Greek Monotonic

πρακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του πράσσω· τὰ πρακτά, πράγματα που πρέπει να γίνουν, στοιχεία ηθικής υφής, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πρακτός: [adj. verb. к πράσσω выполнимый или подлежащий выполнению Arst. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρακτός -ή -όν [πράττω] doenlijk, uitvoerbaar, realiseerbaar:; πρακτὰ ἀγαθά realiseerbare goede dingen Aristot. EN 1095a16; gedaan, subst. τὰ πρακτά handelingen. Aristot. EN 1094a19.

Middle Liddell

πρακτός, ή, όν verb. adj. of πράσσω
τὰ πρακτά things to be done, points of moral action, Arist.