προσκαταγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0767.png Seite 767]] (s. [[γιγνώσκω]]), 1) noch dazu, obendrein verurtheilen, αὐθέντην προσκαταγνωσθέντα, Antiph. 3 γ 4. – 2) zusprechen, Dem. 55, 32, ζητοῦσι διαιτητήν, [[ὅστις]] αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0767.png Seite 767]] (s. [[γιγνώσκω]]), 1) noch dazu, obendrein verurtheilen, αὐθέντην προσκαταγνωσθέντα, Antiph. 3 γ 4. – 2) zusprechen, Dem. 55, 32, ζητοῦσι διαιτητήν, [[ὅστις]] αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> condamner en outre;<br /><b>2</b> adjuger.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καταγιγνώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκαταγιγνώσκω''': [[καταγιγνώσκω]], [[καταδικάζω]], Ἀντιφῶν 122. 14. ΙΙ. ἐπιδικάζω, τινί τι Δημ. 1281. 3.
|lstext='''προσκαταγιγνώσκω''': [[καταγιγνώσκω]], [[καταδικάζω]], Ἀντιφῶν 122. 14. ΙΙ. ἐπιδικάζω, τινί τι Δημ. 1281. 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> condamner en outre;<br /><b>2</b> adjuger.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καταγιγνώσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταγιγνώσκω Medium diacritics: προσκαταγιγνώσκω Low diacritics: προσκαταγιγνώσκω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: proskatagignṓskō Transliteration B: proskatagignōskō Transliteration C: proskatagignosko Beta Code: proskatagignw/skw

English (LSJ)

A condemn besides, Antipho 3.3.4 (Pass.). II adjudge, award to, αὐτοῖς τὰ χωρία -γνώσεται D.55.32.

German (Pape)

[Seite 767] (s. γιγνώσκω), 1) noch dazu, obendrein verurtheilen, αὐθέντην προσκαταγνωσθέντα, Antiph. 3 γ 4. – 2) zusprechen, Dem. 55, 32, ζητοῦσι διαιτητήν, ὅστις αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται.

French (Bailly abrégé)

1 condamner en outre;
2 adjuger.
Étymologie: πρός, καταγιγνώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταγιγνώσκω: καταγιγνώσκω, καταδικάζω, Ἀντιφῶν 122. 14. ΙΙ. ἐπιδικάζω, τινί τι Δημ. 1281. 3.

Greek Monolingual

Α
1. καταδικάζω επί πλέον
2. επιδικάζω κάτι σε κάποιον, κατακυρώνω κάτι ως κτήμα κάποιου («αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταγιγνώσκω «αποδίδω σε κάποιον κάτι, κατηγορώ, καταδικάζω»].

Greek Monotonic

προσκαταγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι,
I. καταδικάζω, σε Αντιφών.
II. επιδικάζω, τί τινι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσκαταγιγνώσκω: присуждать (τινί τι Dem.).

Middle Liddell

fut. -γνώσομαι
I. to condemn besides, Antipho.
II. to award to, τί τινι Dem.