προσαραρίσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=prosarari/skw
|Beta Code=prosarari/skw
|Definition=[[fit to]]: pf. <span class="bibl">2</span> [[προσάρᾱρα]], Ion. <b class="b3">-άρηρα</b>, intr., to [[be fitted to]], <b class="b3">ἐπίσσωτρα προσαρηρότα</b> tires [[firmly fitted]], <span class="bibl">Il.5.725</span>; ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν -αραρέναι <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.7.6</span>: Ep. pf. Pass., προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>431</span>.
|Definition=[[fit to]]: pf. <span class="bibl">2</span> [[προσάρᾱρα]], Ion. <b class="b3">-άρηρα</b>, intr., to [[be fitted to]], <b class="b3">ἐπίσσωτρα προσαρηρότα</b> tires [[firmly fitted]], <span class="bibl">Il.5.725</span>; ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν -αραρέναι <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.7.6</span>: Ep. pf. Pass., προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>431</span>.
}}
{{bailly
|btext=ajuster <i>ou</i> fixer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀραρίσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσᾰρᾰρίσκω''': [[προσαρμόζω]] [[πρός]]...: ― πρκμ. β΄ προσάρᾱρα, Ἰωνικ. -άρηρα, ἀμεταβ., προσαρμόζομαι εἰς..., χάλκε’ ἐπίσωτρα προσαρηρότα, [[καλῶς]] προσηρμοσμένα, Ἰλ. Ε. 725· [[Ἰωνικός]] τις παθητ. πρκμ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσιόδ., προσαρήρεται ἱστοβοῆι Ἔργ. κ. Ἡμ. 429 (431).
|lstext='''προσᾰρᾰρίσκω''': [[προσαρμόζω]] [[πρός]]...: ― πρκμ. β΄ προσάρᾱρα, Ἰωνικ. -άρηρα, ἀμεταβ., προσαρμόζομαι εἰς..., χάλκε’ ἐπίσωτρα προσαρηρότα, [[καλῶς]] προσηρμοσμένα, Ἰλ. Ε. 725· [[Ἰωνικός]] τις παθητ. πρκμ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσιόδ., προσαρήρεται ἱστοβοῆι Ἔργ. κ. Ἡμ. 429 (431).
}}
{{bailly
|btext=ajuster <i>ou</i> fixer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀραρίσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:39, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰρᾰρίσκω Medium diacritics: προσαραρίσκω Low diacritics: προσαραρίσκω Capitals: ΠΡΟΣΑΡΑΡΙΣΚΩ
Transliteration A: prosararískō Transliteration B: prosarariskō Transliteration C: prosararisko Beta Code: prosarari/skw

English (LSJ)

fit to: pf. 2 προσάρᾱρα, Ion. -άρηρα, intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.5.725; ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν -αραρέναι X.HG4.7.6: Ep. pf. Pass., προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ Hes.Op.431.

French (Bailly abrégé)

ajuster ou fixer à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀραρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω πρός...: ― πρκμ. β΄ προσάρᾱρα, Ἰωνικ. -άρηρα, ἀμεταβ., προσαρμόζομαι εἰς..., χάλκε’ ἐπίσωτρα προσαρηρότα, καλῶς προσηρμοσμένα, Ἰλ. Ε. 725· Ἰωνικός τις παθητ. πρκμ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσιόδ., προσαρήρεται ἱστοβοῆι Ἔργ. κ. Ἡμ. 429 (431).

Greek Monolingual

Α
(αμτβ.) προσαρμόζομαι σε κάτι («ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῑς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν προσαραρέναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀραρίσκω «συνδέω, ταιριάζω μαζί»].

Greek Monotonic

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω· παρακ. βʹ προσάρᾱρα, Ιων. -άρηρα· αμτβ., προσαρμόζομαι, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα, καλά προσαρμοσμένα, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. προσαρήρεται, σε Ησίοδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αραρίσκω, alleen perf. προσᾰ́ρᾱρᾰ; onregelm. conj. aor. redupl. Ion. προσαρήρεται vastmaken; med.. εὖτ’ ἂν Ἀθηναίης δμῳός... προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ wanneer de dienaar van Athene (het hout) heeft bevestigd aan de ploegboom Hes. Op. 431. act. perf. intrans. vastgemaakt zijn:. χάλκε’ ἐπίσσωτρα προσαρηρότα bronzen wielbanden zaten erop vast Il. 5.725; ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν... προσαραρέναι als vleermuizen tegen de muren gedrukt zijn Xen. Hell. 4.7.6.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰρᾰρίσκω: (только part. pf. act. προσαρηρώς и 3 л. sing. pf. pass. προσαρήρεται) прилаживать, прикреплять (ἐπίσσωτρα προσαρηρότα Hom.).

Middle Liddell

perf. 2 προσάρᾱρα ionic -άρηρα
to fit to:—intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.: an ionic perf. pass. προσαρήρεται Hes.