προτρεπτικός: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0793.png Seite 793]] ή, όν, erweckend, ermahnend, aufregend; [[λόγος]], Plat. Euthyd. 282 d; Isocr. 1, 3; πρὸς ἀρετὴν προτρεπτικώτατος, Aesch. 3, 154; – adv., οὐ προτρεπτικῶς κατήρξατό μου, Luc., omn. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0793.png Seite 793]] ή, όν, erweckend, ermahnend, aufregend; [[λόγος]], Plat. Euthyd. 282 d; Isocr. 1, 3; πρὸς ἀρετὴν προτρεπτικώτατος, Aesch. 3, 154; – adv., οὐ προτρεπτικῶς κατήρξατό μου, Luc., omn. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui peut pousser en avant <i>ou</i> stimuler, persuasif, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><i>Sp.</i> προτρεπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[προτρέπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προτρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ [[χάριν]] προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. [[σοφία]], ἡ ῥητορικὴ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]], Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) [[καθόλου]], ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, [[διεγερτικός]], εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30. | |lstext='''προτρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ [[χάριν]] προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. [[σοφία]], ἡ ῥητορικὴ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]], Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) [[καθόλου]], ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, [[διεγερτικός]], εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν,
A hortatory, λόγοι Isoc.1.3, cf. Phld.Po.5 Fr.1, IG22.2291a.4, etc.; ἡ προτρεπτικὴ σοφία = skill in oratory, Pl. Euthd.278c, cf. Chrysipp.Stoic.3.189; προτρεπτικός (sc. λόγος), ὁ, title of works by Aristotle, Epicurus, Cleanthes, etc.: Comp., οὐδὲν προτρεπτικώτερον Arr. Epict.3.23.36: Sup., κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin.3.154. Adv. προτρεπτικῶς = encouragingly, Luc.Somn.3.
2 generally, exciting, stimulating, ἐς οὔρησιν Hp.Acut.59; γάλακτος Gp.12.13.2.
German (Pape)
[Seite 793] ή, όν, erweckend, ermahnend, aufregend; λόγος, Plat. Euthyd. 282 d; Isocr. 1, 3; πρὸς ἀρετὴν προτρεπτικώτατος, Aesch. 3, 154; – adv., οὐ προτρεπτικῶς κατήρξατό μου, Luc., omn. 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut pousser en avant ou stimuler, persuasif, avec πρός et l'acc.;
Sp. προτρεπτικώτατος.
Étymologie: προτρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
προτρεπτικός: -ή, -όν, ὁ χάριν προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. σοφία, ἡ ῥητορικὴ τέχνη ἢ δεξιότης, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) καθόλου, ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, διεγερτικός, εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30.
Greek Monolingual
ή, ό / προτρεπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προτρέπω
1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.)
αρχ.
1. ερεθιστικός, διεγερτικός («ἔδεσμα γάλακτος προτρεπτικόν», Γεωπ.)
2. ως κύριο όν. Προτρεπτικός
τίτλος έργου του Αριστοτέλους, του Επικούρου κ.α.
3. φρ. «προτρεπτικὴ σοφία» — η ρητορική τέχνη.
επίρρ...
προτρεπτικώς / προτρεπτικῶς ΝΑ, και προτρεπτικά Ν
1. κατά τρόπο προτρεπτικό, παρορμητικό
2. πειστικά.
Greek Monotonic
προτρεπτικός: -ή, -όν, παραινετικός ἡ προτρεπτικὴ σοφία, ρητορική ικανότητα ή δεξιότητα, σε Πλάτ.· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, σε Αισχίν.· επίρρ. -κῶς, πειστικά, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτρεπτικός -ή -όν [προτρέπω] aansporend (tot); geneesk..; π. ἐς οὔρησιν vochtafdrijvend Hp. Acut. 59; subst. ὁ προτρεπτικός ( sc. λόγος ) waarschuwing, aansporing, betoog; Προτρεπτικός als titel van werk Aansporing (tot de filosofie).
Russian (Dvoretsky)
προτρεπτικός: увещевательный, убеждающий (λόγοι Isocr., Arst.; σοφία Plat.): π. πρός τι Aeschin. зовущий к чему-л.
Middle Liddell
προτρεπτικός, ή, όν
persuasive, ἡ πρ. σοφία skill in oratory, Plat.; κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin. adv. -κῶς, persuasively, Luc. [from προτρέπω