πύσμα: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] τό, das Erfragte, die Frage; Plut. de Pyth. or. 28; vgl. S. Emp. adv. log. 2, 71. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] τό, das Erfragte, die Frage; Plut. de Pyth. or. 28; vgl. S. Emp. adv. log. 2, 71. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />interrogation.<br />'''Étymologie:''' [[πυνθάνομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πύσμα''': τό, ([[πυνθάνομαι]]) [[ἐρώτησις]] δεομένη ἁπλῆς καὶ συντόμου ἀποκρίσεως, Πλούτ. 2. 408C· διάφορον τοῦ [[ἐρώτημα]], καθ’ ὅσον ἀπαιτεῖ ἀπόκρισιν μετὰ προσθέτου ἐξηγήσεως καὶ οὐχὶ μόνον κατάφασιν ἢ ἄρνησιν, ἴδε Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 189· «[[πύσμα]] δέ ἐστι, πρὸς ὃ διεξοδικῶς ἀπαντῆσαι δεῖ καὶ διὰ πλειόνων» Ἀλέξανδρος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσ: (Walz) τ. 8. σ. 455, 704. ΙΙ. ἐρωτηματικὸν [[μόριον]] [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 304. | |lstext='''πύσμα''': τό, ([[πυνθάνομαι]]) [[ἐρώτησις]] δεομένη ἁπλῆς καὶ συντόμου ἀποκρίσεως, Πλούτ. 2. 408C· διάφορον τοῦ [[ἐρώτημα]], καθ’ ὅσον ἀπαιτεῖ ἀπόκρισιν μετὰ προσθέτου ἐξηγήσεως καὶ οὐχὶ μόνον κατάφασιν ἢ ἄρνησιν, ἴδε Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 189· «[[πύσμα]] δέ ἐστι, πρὸς ὃ διεξοδικῶς ἀπαντῆσαι δεῖ καὶ διὰ πλειόνων» Ἀλέξανδρος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσ: (Walz) τ. 8. σ. 455, 704. ΙΙ. ἐρωτηματικὸν [[μόριον]] [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 304. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:49, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (πυνθάνομαι) A question, Ph.1.99, al., Plu.2.408c (pl.): distinguished from ἐρώτημα, as requiring an explanatory answer, and not merely assent or dissent, S.E.P.1.189, Alex.Fig.1.23, Anon.Fig. 18p.179S. II interrogative particle, A.D.Synt.307.12, al.
German (Pape)
[Seite 826] τό, das Erfragte, die Frage; Plut. de Pyth. or. 28; vgl. S. Emp. adv. log. 2, 71.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
interrogation.
Étymologie: πυνθάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πύσμα: τό, (πυνθάνομαι) ἐρώτησις δεομένη ἁπλῆς καὶ συντόμου ἀποκρίσεως, Πλούτ. 2. 408C· διάφορον τοῦ ἐρώτημα, καθ’ ὅσον ἀπαιτεῖ ἀπόκρισιν μετὰ προσθέτου ἐξηγήσεως καὶ οὐχὶ μόνον κατάφασιν ἢ ἄρνησιν, ἴδε Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 189· «πύσμα δέ ἐστι, πρὸς ὃ διεξοδικῶς ἀπαντῆσαι δεῖ καὶ διὰ πλειόνων» Ἀλέξανδρος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσ: (Walz) τ. 8. σ. 455, 704. ΙΙ. ἐρωτηματικὸν μόριον Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 304.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α
1. ερώτηση που απαιτεί απλή και σύντομη απάντηση
2. ερωτηματικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. πυθ-σμα < θ. πυθ- του πυ-ν-θάνομαι + επίθημα -σμα (πρβλ. πεῖ-σμα)].
Russian (Dvoretsky)
πύσμα: ατος τό πυνθάνομαι
1) вопрос Plut., Sext.;
2) грам. вопросительная частица.