σιδηρόω: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] aus Eisen, zu Eisen machen, mit Eisen beschlagen; ἐσεσιδήρωτο, Thuc. 4, 100, δράκοντα σεσιδηρωμένον, Posidipp. bei Ath IX, 376 f (V. 8); σιδηρώσας τὰς ὁρμιάς, Luc. Pisc. 51. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] aus Eisen, zu Eisen machen, mit Eisen beschlagen; ἐσεσιδήρωτο, Thuc. 4, 100, δράκοντα σεσιδηρωμένον, Posidipp. bei Ath IX, 376 f (V. 8); σιδηρώσας τὰς ὁρμιάς, Luc. Pisc. 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />munir de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηρόω''': ([[σίδηρος]]) ἐπικαλύπτω διὰ σιδήρου, σιδηρώσας ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς Λουκ. Ἁλ. 51· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου, εἶχεν ἐπιτεθῇ [[σίδηρος]] καὶ εἰς μέγα [[μέρος]] τοῦ ἐπιλοίπου ξύλου, Θουκ. 4. 100· δράκοντα ... σεσιδηρωμένον Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 8· [[ὡσαύτως]], κεκαλυμμένον ὑπὸ σιδήρου, Ἐκκλ. 2) βάλλω τινὰ εἰς τὰ «σίδερα», ἁλύσεις, Ψευδο-Καλλισθ. Α΄, 39. | |lstext='''σῐδηρόω''': ([[σίδηρος]]) ἐπικαλύπτω διὰ σιδήρου, σιδηρώσας ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς Λουκ. Ἁλ. 51· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου, εἶχεν ἐπιτεθῇ [[σίδηρος]] καὶ εἰς μέγα [[μέρος]] τοῦ ἐπιλοίπου ξύλου, Θουκ. 4. 100· δράκοντα ... σεσιδηρωμένον Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 8· [[ὡσαύτως]], κεκαλυμμένον ὑπὸ σιδήρου, Ἐκκλ. 2) βάλλω τινὰ εἰς τὰ «σίδερα», ἁλύσεις, Ψευδο-Καλλισθ. Α΄, 39. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:52, 2 October 2022
English (LSJ)
A overlay with iron, σιδηρώσας ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς Luc. Pisc.51:—mostly Pass., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου iron had been laid over a great part of the rest of the wood, Th.4.100, cf. Aen. Tact.20.2, al.; ῥρυμοὶ σεσιδηρωμένοι IG12.313.21; δράκοντα σεσιδηρωμένον Posidipp.26.8. II put in irons, fetter, P Lond. 2.422.1 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 880] aus Eisen, zu Eisen machen, mit Eisen beschlagen; ἐσεσιδήρωτο, Thuc. 4, 100, δράκοντα σεσιδηρωμένον, Posidipp. bei Ath IX, 376 f (V. 8); σιδηρώσας τὰς ὁρμιάς, Luc. Pisc. 51.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
munir de fer.
Étymologie: σίδηρος.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόω: (σίδηρος) ἐπικαλύπτω διὰ σιδήρου, σιδηρώσας ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς Λουκ. Ἁλ. 51· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου, εἶχεν ἐπιτεθῇ σίδηρος καὶ εἰς μέγα μέρος τοῦ ἐπιλοίπου ξύλου, Θουκ. 4. 100· δράκοντα ... σεσιδηρωμένον Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 8· ὡσαύτως, κεκαλυμμένον ὑπὸ σιδήρου, Ἐκκλ. 2) βάλλω τινὰ εἰς τὰ «σίδερα», ἁλύσεις, Ψευδο-Καλλισθ. Α΄, 39.
Greek Monotonic
σῐδηρόω: μέλ. -ώσω (σίδηρος), επικαλύπτω, επιχρίω με σίδηρο, σε Λουκ. — Παθ., ἐσεσιδέρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου, είχε επιστρωθεί σίδηρος σ' ένα μεγάλο τμήμα και του υπόλοιπου ξύλου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόω: покрывать железом (τὴν ὁρμιάν Luc.): (ἡ κεραία) ἐσεσιδήρωτο Thuc. брус был обит железом.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρόω [σίδηρος] met ijzer bedekken, beslaan:. ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου er was ook ijzerbeslag op een groot deel van de rest van het hout Thuc. 4.100.2.
Middle Liddell
σῐδηρόω, fut. -ώσω σίδηρος
to overlay with iron, Luc.: —Pass., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου iron had been laid over a great part of the rest of the wood, Thuc.