σκέπαρνον: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0892.png Seite 892]] τό, 1) ein zweischneidiges Beil der Zimmerleute, eine Holzaxt, bes. zum Behauen u. Glätten der Baumstämme; ἐΰξοος, Od. 5, 237, vgl. 9, 391, wo es neben [[πέλεκυς]] genannt ist, welches größer ist; ἀμφίξοον, Leon. Tar. 4 (VI, 205); Luc. Iup. conf. 11. – 2) wegen der Aehnlichkeit, ein chirurgischer Verband, Gal. – Bei Artemid. 4, 24 heißt komisch die Schaafhaut so, von [[ἄρνα]] [[σκέπω]]. – [Σκ macht bei Hom. keine Position in diesem Worte.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0892.png Seite 892]] τό, 1) ein zweischneidiges Beil der Zimmerleute, eine Holzaxt, bes. zum Behauen u. Glätten der Baumstämme; ἐΰξοος, Od. 5, 237, vgl. 9, 391, wo es neben [[πέλεκυς]] genannt ist, welches größer ist; ἀμφίξοον, Leon. Tar. 4 (VI, 205); Luc. Iup. conf. 11. – 2) wegen der Aehnlichkeit, ein chirurgischer Verband, Gal. – Bei Artemid. 4, 24 heißt komisch die Schaafhaut so, von [[ἄρνα]] [[σκέπω]]. – [Σκ macht bei Hom. keine Position in diesem Worte.]
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />hache à deux tranchants.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, creuser ; cf. [[σκάπτω]], pê apparenté à la R. Κοπ, couper.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκέπαρνον''': τό, ἢ σκέπαρνος, ὁ, (τὰ Ὁμηρικὰ χωρία ἀφίνουσι τὸ γένος ἀβέβαιον, ἀλλὰ κατὰ τὸν Φώτ. ὁ ἀρσεν. [[τύπος]] ἦτο ὁ ἀρχαιότερος, ὡς παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Σοφ. Ἀποσπ. 787· παρὰ δὲ μεταγεν. ἐπεκράτησε τὸ οὐδέτ., Λεων. Ταραντ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 205, Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 11, Πολυδ. Ι΄, 146)· - τὸ «σκεπάρνι» τοῦ τέκτονος ἢ ξυλουργοῦ δι’ οὗ πελεκᾷ καὶ ἐξομαλίζει τὸ [[ξύλον]], διάφορον τοῦ πελέκεως (δι’ οὗ κόπτονται τὰ δένδρα), Ὀδ. Ε. 235-7, Ι. 391· ἀμφίξουν Λεων. Ταραντ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]] ὀλίγον μόνον περιτυλισσόμενος, Λατ. ascia, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742, κατ’ οὐδέτ. τύπον· πληθ. ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 802, πλείους σκεπάρνους, πλειότεροι ἑλιγμοὶ τοῦ ἐπιδέσμου τούτου. ΙΙΙ. κωμικῶς, ὡς παιδὰ ἐν λόγοις λέγεται ἐπὶ δορᾶς ἀρνίου, οἱονεὶ σκέπαρνον, Ἀρτεμίδ. 4. 24, πρβλ. Διον. Τύρ. παρὰ Παλλαδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 532. 28, Α. Β. 734. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκέπαρνον]]· τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν». (Ἡ √ΣΚΕΠ φαίνεται ὅτι συγγενεύει πρὸς τὴν √ΣΚΑΠ τοῦ [[σκάπτω]], [[ἴσως]] δὲ καὶ πρὸς τὴν √ΚΟΠ τοῦ [[κόπτω]]). [Ὁ [[Ὅμηρος]] δὲν μηκύνει τὸ βραχὺ φωνῆεν πρὸ τοῦ σκ-, [[ὥστε]] [[ἴσως]] προὐφέρετο κέπαρνον, πρβλ. [[Σκάμανδρος]]].
|lstext='''σκέπαρνον''': τό, ἢ σκέπαρνος, ὁ, (τὰ Ὁμηρικὰ χωρία ἀφίνουσι τὸ γένος ἀβέβαιον, ἀλλὰ κατὰ τὸν Φώτ. ὁ ἀρσεν. [[τύπος]] ἦτο ὁ ἀρχαιότερος, ὡς παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Σοφ. Ἀποσπ. 787· παρὰ δὲ μεταγεν. ἐπεκράτησε τὸ οὐδέτ., Λεων. Ταραντ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 205, Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 11, Πολυδ. Ι΄, 146)· - τὸ «σκεπάρνι» τοῦ τέκτονος ἢ ξυλουργοῦ δι’ οὗ πελεκᾷ καὶ ἐξομαλίζει τὸ [[ξύλον]], διάφορον τοῦ πελέκεως (δι’ οὗ κόπτονται τὰ δένδρα), Ὀδ. Ε. 235-7, Ι. 391· ἀμφίξουν Λεων. Ταραντ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]] ὀλίγον μόνον περιτυλισσόμενος, Λατ. ascia, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742, κατ’ οὐδέτ. τύπον· πληθ. ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 802, πλείους σκεπάρνους, πλειότεροι ἑλιγμοὶ τοῦ ἐπιδέσμου τούτου. ΙΙΙ. κωμικῶς, ὡς παιδὰ ἐν λόγοις λέγεται ἐπὶ δορᾶς ἀρνίου, οἱονεὶ σκέπαρνον, Ἀρτεμίδ. 4. 24, πρβλ. Διον. Τύρ. παρὰ Παλλαδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 532. 28, Α. Β. 734. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκέπαρνον]]· τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν». (Ἡ √ΣΚΕΠ φαίνεται ὅτι συγγενεύει πρὸς τὴν √ΣΚΑΠ τοῦ [[σκάπτω]], [[ἴσως]] δὲ καὶ πρὸς τὴν √ΚΟΠ τοῦ [[κόπτω]]). [Ὁ [[Ὅμηρος]] δὲν μηκύνει τὸ βραχὺ φωνῆεν πρὸ τοῦ σκ-, [[ὥστε]] [[ἴσως]] προὐφέρετο κέπαρνον, πρβλ. [[Σκάμανδρος]]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />hache à deux tranchants.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, creuser ; cf. [[σκάπτω]], pê apparenté à la R. Κοπ, couper.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέπαρνον Medium diacritics: σκέπαρνον Low diacritics: σκέπαρνον Capitals: ΣΚΕΠΑΡΝΟΝ
Transliteration A: sképarnon Transliteration B: skeparnon Transliteration C: skeparnon Beta Code: ske/parnon

English (LSJ)

τό, or σκέπαρνος, ὁ (the Homeric passages and LXX 1 Ch.20.3, Is. 44.12, leave the gender uncertain, masc. in Hp.Art.35, S.Fr.797, PCair.Zen.753.33 (iii B.C.); later mostly neut., Peripl.M.Rubr.6, AP6.205 (Leon.), Luc.JConf.11, Poll. 10.146, cf. Phot.):—A carpenter's axe, adze, for hewing and smoothing the trunks of trees, different from the πέλεκυς (felling-axe or hatchet), Od.5.237, 9.391; ἀμφίξουν AP l.c. II from a likeness in the shape, a slightly oblique surgical bandage, Hp.Off.7 (neut.): but masc. in plural, [ἐπίδεσις] πλείστους σκεπάρνους ἔχουσα = with many oblique turns, Id.Art.35. III used, as a sort of pun, of a sheepskin, as if σκέπαρνον, Dionys.Trag. 12, cf. Sch.D.T.p.11 H., interpol. in Artem.4.22. [Hom. does not lengthen a short vowel before σκ-, cf. Σκάμανδρος.]

German (Pape)

[Seite 892] τό, 1) ein zweischneidiges Beil der Zimmerleute, eine Holzaxt, bes. zum Behauen u. Glätten der Baumstämme; ἐΰξοος, Od. 5, 237, vgl. 9, 391, wo es neben πέλεκυς genannt ist, welches größer ist; ἀμφίξοον, Leon. Tar. 4 (VI, 205); Luc. Iup. conf. 11. – 2) wegen der Aehnlichkeit, ein chirurgischer Verband, Gal. – Bei Artemid. 4, 24 heißt komisch die Schaafhaut so, von ἄρνα σκέπω. – [Σκ macht bei Hom. keine Position in diesem Worte.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
hache à deux tranchants.
Étymologie: R. Σκεπ, creuser ; cf. σκάπτω, pê apparenté à la R. Κοπ, couper.

Greek (Liddell-Scott)

σκέπαρνον: τό, ἢ σκέπαρνος, ὁ, (τὰ Ὁμηρικὰ χωρία ἀφίνουσι τὸ γένος ἀβέβαιον, ἀλλὰ κατὰ τὸν Φώτ. ὁ ἀρσεν. τύπος ἦτο ὁ ἀρχαιότερος, ὡς παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Σοφ. Ἀποσπ. 787· παρὰ δὲ μεταγεν. ἐπεκράτησε τὸ οὐδέτ., Λεων. Ταραντ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 205, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 11, Πολυδ. Ι΄, 146)· - τὸ «σκεπάρνι» τοῦ τέκτονος ἢ ξυλουργοῦ δι’ οὗ πελεκᾷ καὶ ἐξομαλίζει τὸ ξύλον, διάφορον τοῦ πελέκεως (δι’ οὗ κόπτονται τὰ δένδρα), Ὀδ. Ε. 235-7, Ι. 391· ἀμφίξουν Λεων. Ταραντ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, χειρουργικὸς ἐπίδεσμος ὀλίγον μόνον περιτυλισσόμενος, Λατ. ascia, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742, κατ’ οὐδέτ. τύπον· πληθ. ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 802, πλείους σκεπάρνους, πλειότεροι ἑλιγμοὶ τοῦ ἐπιδέσμου τούτου. ΙΙΙ. κωμικῶς, ὡς παιδὰ ἐν λόγοις λέγεται ἐπὶ δορᾶς ἀρνίου, οἱονεὶ σκέπαρνον, Ἀρτεμίδ. 4. 24, πρβλ. Διον. Τύρ. παρὰ Παλλαδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 532. 28, Α. Β. 734. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκέπαρνον· τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν». (Ἡ √ΣΚΕΠ φαίνεται ὅτι συγγενεύει πρὸς τὴν √ΣΚΑΠ τοῦ σκάπτω, ἴσως δὲ καὶ πρὸς τὴν √ΚΟΠ τοῦ κόπτω). [Ὁ Ὅμηρος δὲν μηκύνει τὸ βραχὺ φωνῆεν πρὸ τοῦ σκ-, ὥστε ἴσως προὐφέρετο κέπαρνον, πρβλ. Σκάμανδρος].

English (Autenrieth)

adze, Od. 5.237 and Od. 9.391.

Greek Monotonic

σκέπαρνον: τό ή σκέπαρνος, ὁ, τσεκούρι του ξυλουργού, σκεπάρνι, που χρησιμοποιείτο για να εξομαλύνει τους κορμούς των δέντρων, διαφέρει από το πέλεκυς, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκέπαρνον -ου, τό en σκέπαρνος -ου, ὁ bijl; geneesk. bepaald type verband. Hp.

Russian (Dvoretsky)

σκέπαρνον: τό (обоюдоострый) топор для тесания, тесло, скобель Hom., Plut., Luc., Anth.

Middle Liddell

σκέπαρνον, ου, τό,
a carpenter's axe or adze, used for smoothing the trunks of trees, different from the πέλεκυς, Od. [deriv. uncertain]