σιτηρέσιον: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα [[δέκα]] [[ἕκαστος]] τοῦ μηνὸς ὁ [[στρατιώτης]] δραχμὰς [[σιτηρέσιον]] λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα [[δέκα]] [[ἕκαστος]] τοῦ μηνὸς ὁ [[στρατιώτης]] δραχμὰς [[σιτηρέσιον]] λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />fourniture en vivres <i>ou</i> en argent ; solde : [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον PLUT <i>à Rome</i> allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (<i>lat.</i> tessera frumentaria).<br />'''Étymologie:''' [[σιτηρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῑτηρέσιον''': τό, τροφαί, ζωοτροφίαι, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ στρατιώτου ὁ μισθὸς πρὸς ἀγορὰν τροφῆς, Ξεν. Ἀν. 6. 2, 4· [[δέκα]] [[ἕκαστος]] τοῦ μηνὸς δραχμὰς [[σιτηρέσιον]] λαμβάνει Δημ. 48. 4· ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. ὁ αὐτ. 1223. 6, πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 365, Ἡσύχ.· - ἐν Ρώμῃ, σιτ. ἔμμηνον, ὁ κατὰ μῆνα χορηγούμενος [[σῖτος]] εἰς τοὺς πενεστέρους τῶν πολιτῶν, Λατ. tessera frumentaria, Πλουτ. Καῖσ. 8. 57, Κάτων Νεώτ. 26· πρβλ. [[σιτοδοτέω]]. | |lstext='''σῑτηρέσιον''': τό, τροφαί, ζωοτροφίαι, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ στρατιώτου ὁ μισθὸς πρὸς ἀγορὰν τροφῆς, Ξεν. Ἀν. 6. 2, 4· [[δέκα]] [[ἕκαστος]] τοῦ μηνὸς δραχμὰς [[σιτηρέσιον]] λαμβάνει Δημ. 48. 4· ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. ὁ αὐτ. 1223. 6, πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 365, Ἡσύχ.· - ἐν Ρώμῃ, σιτ. ἔμμηνον, ὁ κατὰ μῆνα χορηγούμενος [[σῖτος]] εἰς τοὺς πενεστέρους τῶν πολιτῶν, Λατ. tessera frumentaria, Πλουτ. Καῖσ. 8. 57, Κάτων Νεώτ. 26· πρβλ. [[σιτοδοτέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:56, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, provision-money, X.An.6.2.4; δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σ. λαμβάνει D.4.28; ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. Id.50.53; ἐργώναις σ. IG42(1).103.168 (Epid., iv B.C.): generally, allowance, pension, PLond.3.955.10 (iii A.D.); annuity purchased, Milet.3.147.44 (iii B.C.); at Rome, σ. ἔμμηνον a monthly allowance of grain to the poorer citizens, Lat. frumentatio, Plu.Caes.8, cf. 57, Crass.2, Cat.Mi.26; cf. σιτοδοτέω.
German (Pape)
[Seite 885] τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα δέκα ἕκαστος τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fourniture en vivres ou en argent ; solde : σιτηρέσιον ἔμμηνον PLUT à Rome allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (lat. tessera frumentaria).
Étymologie: σιτηρός.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτηρέσιον: τό, τροφαί, ζωοτροφίαι, μάλιστα δὲ τοῦ στρατιώτου ὁ μισθὸς πρὸς ἀγορὰν τροφῆς, Ξεν. Ἀν. 6. 2, 4· δέκα ἕκαστος τοῦ μηνὸς δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνει Δημ. 48. 4· ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. ὁ αὐτ. 1223. 6, πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 365, Ἡσύχ.· - ἐν Ρώμῃ, σιτ. ἔμμηνον, ὁ κατὰ μῆνα χορηγούμενος σῖτος εἰς τοὺς πενεστέρους τῶν πολιτῶν, Λατ. tessera frumentaria, Πλουτ. Καῖσ. 8. 57, Κάτων Νεώτ. 26· πρβλ. σιτοδοτέω.
Greek Monotonic
σῑτηρέσιον: τό, προμήθειες, τρόφιμα, ιδίως λέγεται για το επίδομα σίτησης που χορηγείτο στους στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· στη Ρώμη, σιτηρέσιον ἔμμηνον, η μηνιαία χορήγηση σίτου στους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, Λατ. tessera frumentia, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτηρέσιον -ου, τό [σιτηρός] soldij. uitdeling van graan (in Rome).
Russian (Dvoretsky)
σῑτηρέσιον: τό съестные припасы, продовольствие, воен. продовольственный паек или продовольственные деньги Xen., Dem.: σ. ἔμμηνον Plut. (лат. tessera frumentaria) месячный продовольственный паек (неимущим римским гражданам).
Middle Liddell
σῑτηρέσιον, ου, τό,
provisions, victuals, especially of soldiers' provision-money, Xen., Dem.:—at Rome, σιτ. ἔμμηνον a monthly allowance of grain to the poorer citizens, Lat. tessera frumentaria, Plut. [from σῑτηρός]
English (Woodhouse)
allowance for provisions, money to buy provisions, provisions