συμμεταχειρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] mit, zugleich handhaben, behandeln, [[σῶμα]] μεθ' ὑμῶν Isae. 8, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] mit, zugleich handhaben, behandeln, [[σῶμα]] μεθ' ὑμῶν Isae. 8, 22.
}}
{{bailly
|btext=manier ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταχειρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμεταχειρίζομαι''': ἀποθ., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος [[ὁμοῦ]] μετά τινος, μεθ’ ἡμῶν τὸ [[σῶμα]] Ἰσαῖ. 71. 17.
|lstext='''συμμεταχειρίζομαι''': ἀποθ., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος [[ὁμοῦ]] μετά τινος, μεθ’ ἡμῶν τὸ [[σῶμα]] Ἰσαῖ. 71. 17.
}}
{{bailly
|btext=manier ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταχειρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:14, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταχειρίζομαι Medium diacritics: συμμεταχειρίζομαι Low diacritics: συμμεταχειρίζομαι Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΧΕΙΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: symmetacheirízomai Transliteration B: symmetacheirizomai Transliteration C: symmetacheirizomai Beta Code: summetaxeiri/zomai

English (LSJ)

Med, take charge of along with, μεθ' ἡμῶν τὸ σῶμα Is.8.22.

German (Pape)

[Seite 981] mit, zugleich handhaben, behandeln, σῶμα μεθ' ὑμῶν Isae. 8, 22.

French (Bailly abrégé)

manier ensemble.
Étymologie: σύν, μεταχειρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταχειρίζομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος ὁμοῦ μετά τινος, μεθ’ ἡμῶν τὸ σῶμα Ἰσαῖ. 71. 17.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].

Greek Monotonic

συμμεταχειρίζομαι: αποθ., φροντίζω για κάτι μαζί με άλλους, σε Ισαίο.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταχειρίζομαι: одновременно или совместно управлять (τι μετά τινος Isae.).

Middle Liddell


Dep. to take charge of a thing with others, Isae.