συμφθέγγομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0991.png Seite 991]] mittönen, ἡ [[λύρα]] συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ, Plut. Alc. 2; übertr., übereinstimmen, zustimmen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0991.png Seite 991]] mittönen, ἡ [[λύρα]] συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ, Plut. Alc. 2; übertr., übereinstimmen, zustimmen, Sp.
}}
{{bailly
|btext=parler <i>ou</i> résonner d'accord, être d'accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φθέγγομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφθέγγομαι''': ἀποθετ., ἠχῶ μετά τινος ἐν συμφωνίᾳ, ἀποτελῶ συμφωνίαν, τὴν λύραν τῷ χρωμένῳ συμφθέγγεσθαι καὶ συνᾴδειν Πλάτ. Ἀλκιβ. 2, κτλ.· τῶν κύκνων ἐπιβοώντων καὶ συμφθεγγομένων Δίων Κ. 74. 3.
|lstext='''συμφθέγγομαι''': ἀποθετ., ἠχῶ μετά τινος ἐν συμφωνίᾳ, ἀποτελῶ συμφωνίαν, τὴν λύραν τῷ χρωμένῳ συμφθέγγεσθαι καὶ συνᾴδειν Πλάτ. Ἀλκιβ. 2, κτλ.· τῶν κύκνων ἐπιβοώντων καὶ συμφθεγγομένων Δίων Κ. 74. 3.
}}
{{bailly
|btext=parler <i>ou</i> résonner d'accord, être d'accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φθέγγομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφθέγγομαι Medium diacritics: συμφθέγγομαι Low diacritics: συμφθέγγομαι Capitals: ΣΥΜΦΘΕΓΓΟΜΑΙ
Transliteration A: symphthéngomai Transliteration B: symphthengomai Transliteration C: symftheggomai Beta Code: sumfqe/ggomai

English (LSJ)

A sound with, ἡ λύρα τῷ Χρωμένῳ σ. Plu.Alc.2, etc.; ἐμοὶ ὁ νόμος συμφθέγγεται Chor.p.55 B.: abs., D.C.74.3, restored for -φθειρ- in D.Chr.78.20. II converse with, Plu.2.580d.

German (Pape)

[Seite 991] mittönen, ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ, Plut. Alc. 2; übertr., übereinstimmen, zustimmen, Sp.

French (Bailly abrégé)

parler ou résonner d'accord, être d'accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, φθέγγομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συμφθέγγομαι: ἀποθετ., ἠχῶ μετά τινος ἐν συμφωνίᾳ, ἀποτελῶ συμφωνίαν, τὴν λύραν τῷ χρωμένῳ συμφθέγγεσθαι καὶ συνᾴδειν Πλάτ. Ἀλκιβ. 2, κτλ.· τῶν κύκνων ἐπιβοώντων καὶ συμφθεγγομένων Δίων Κ. 74. 3.

Greek Monolingual

Α
1. ηχώ σε συμφωνία με άλλον («ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», Πλούτ.)
2. συνδιαλέγομαι, συναναστρέφομαι
3. μτφ. συμφωνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φθέγγομαι «λέγω, ηχώ»].

Greek Monotonic

συμφθέγγομαι: αποθ., ηχώ από κοινού, ηχώ σε συμφωνία, συνηχώ, τινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συμφθέγγομαι:
1) вторить, аккомпанировать (τινι Plut.);
2) поддакивать, соглашаться (τινι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φθέγγομαι [σύν, φθέγγομαι] ‘meeklinken’ hetzelfde geluid laten horen als, harmoniëren met, met dat.

Middle Liddell


Dep. to sound with, accord with, τινι Plut.