συνδιέξειμι: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1008.png Seite 1008]] (s. [[εἶμι]]), mit od. zugleich durch- u. hinausgehen, Xen. Mem. 4, 7, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1008.png Seite 1008]] (s. [[εἶμι]]), mit od. zugleich durch- u. hinausgehen, Xen. Mem. 4, 7, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=exposer <i>ou</i> raconter en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διέξειμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιέξειμι''': [[διεξέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], συνεπεσκόπει καὶ συνδιεξῄει τοῖς συνοῦσι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 8· ― οὕτω συνδιεξέρχομαι, «συνδιεξέρχου, συνεκπέρα» Ἡσύχ. | |lstext='''συνδιέξειμι''': [[διεξέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], συνεπεσκόπει καὶ συνδιεξῄει τοῖς συνοῦσι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 8· ― οὕτω συνδιεξέρχομαι, «συνδιεξέρχου, συνεκπέρα» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:40, 2 October 2022
English (LSJ)
go through together with, πάντα τοῖς συνοῦσι X. Mem.4.7.8: so συνδι-εξέρχομαι, Gal.18(1).471, Aët.7.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1008] (s. εἶμι), mit od. zugleich durch- u. hinausgehen, Xen. Mem. 4, 7, 8.
French (Bailly abrégé)
exposer ou raconter en même temps.
Étymologie: σύν, διέξειμι.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιέξειμι: διεξέρχομαι ὁμοῦ, συνεπεσκόπει καὶ συνδιεξῄει τοῖς συνοῦσι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 8· ― οὕτω συνδιεξέρχομαι, «συνδιεξέρχου, συνεκπέρα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ΜΑ
εξηγώ, ερμηνεύω κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διέξειμι «διαβαίνω, εξετάζω, ερμηνεύω»].
Greek Monotonic
συνδιέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), διεξέρχομαι, διαπραγματεύομαι, διέρχομαι διαμέσου μαζί με, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνδιέξειμι: досл. совместно проходить, перен. излагать, обсуждать (πάντα τινί Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διέξειμι samen doorlopen, overdr. samen uitvoerig behandelen of bespreken, met acc. en dat. iets met iem.