τοιουτότροπος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1125.png Seite 1125]] von solcher Art u. Weise, dergleichen, solcherlei; ὅσα τῶν φαρμάκων τοιουτότροπα, Plat. Legg. V, 735 e; Phaedr. 240 b u. A.; adv. τοιουτοτρόπως, Her. 7, 226; Thuc. 2, 13. 4, 25; Arist. plant. 1, 4; Epicur. bei D. L. 10, 79; S. Emp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1125.png Seite 1125]] von solcher Art u. Weise, dergleichen, solcherlei; ὅσα τῶν φαρμάκων τοιουτότροπα, Plat. Legg. V, 735 e; Phaedr. 240 b u. A.; adv. τοιουτοτρόπως, Her. 7, 226; Thuc. 2, 13. 4, 25; Arist. plant. 1, 4; Epicur. bei D. L. 10, 79; S. Emp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de telle sorte, de la même sorte.<br />'''Étymologie:''' [[τοιοῦτος]], [[τρόπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τοιουτότροπος''': -ον, ὁ [[τοιοῦτος]] τὸν τρόπον ἢ τὸ [[εἶδος]] [[τοιοῦτος]], [[ταῦτα]] καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεα Ἡρόδ· 7. 226, Ἱππ. Προγν. 46, π. Ἄρθρ. 808· [[εἴτε]] τι [[ἄλλο]] τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι Θουκ. 2. 8· εἴ τοι τοιουτότροπον ἐγένετο [[αὐτόθι]] 13, Πλάτ., κλπ. ἴδε Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 79. Ἐπίρρ. -πως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 13, κ. ἀλλ.
|lstext='''τοιουτότροπος''': -ον, ὁ [[τοιοῦτος]] τὸν τρόπον ἢ τὸ [[εἶδος]] [[τοιοῦτος]], [[ταῦτα]] καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεα Ἡρόδ· 7. 226, Ἱππ. Προγν. 46, π. Ἄρθρ. 808· [[εἴτε]] τι [[ἄλλο]] τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι Θουκ. 2. 8· εἴ τοι τοιουτότροπον ἐγένετο [[αὐτόθι]] 13, Πλάτ., κλπ. ἴδε Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 79. Ἐπίρρ. -πως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 13, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de telle sorte, de la même sorte.<br />'''Étymologie:''' [[τοιοῦτος]], [[τρόπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιουτότροπος Medium diacritics: τοιουτότροπος Low diacritics: τοιουτότροπος Capitals: ΤΟΙΟΥΤΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: toioutótropos Transliteration B: toioutotropos Transliteration C: toioutotropos Beta Code: toiouto/tropos

English (LSJ)

ον, of such fashion or kind, such-like, Hdt. 7.226, Hp.Prog.24, Art.42, Th.2.8,13, Pl.Lg.735e, Epicur.Ep.1p.29U., etc. Adv. τοιουτό-πως Hp.Art.44, Tz.ad Lyc.492, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1125] von solcher Art u. Weise, dergleichen, solcherlei; ὅσα τῶν φαρμάκων τοιουτότροπα, Plat. Legg. V, 735 e; Phaedr. 240 b u. A.; adv. τοιουτοτρόπως, Her. 7, 226; Thuc. 2, 13. 4, 25; Arist. plant. 1, 4; Epicur. bei D. L. 10, 79; S. Emp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de telle sorte, de la même sorte.
Étymologie: τοιοῦτος, τρόπος.

Greek (Liddell-Scott)

τοιουτότροπος: -ον, ὁ τοιοῦτος τὸν τρόπον ἢ τὸ εἶδος τοιοῦτος, ταῦτα καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεα Ἡρόδ· 7. 226, Ἱππ. Προγν. 46, π. Ἄρθρ. 808· εἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι Θουκ. 2. 8· εἴ τοι τοιουτότροπον ἐγένετο αὐτόθι 13, Πλάτ., κλπ. ἴδε Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 79. Ἐπίρρ. -πως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 13, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
τέτοιος, τέτοιας λογήςεἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι», Θουκ.).
επίρρ...
τοιουτοτρόπως ΝΜΑ
κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + τρόπος (πρβλ. ἰδιό-τροπος)].

Greek Monotonic

τοιουτότροπος: -ον, τέτοιος στον τρόπο ή το είδος, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

τοιουτότροπος: такого же вида (типа, рода), в том же роде, подобный же Her., Thuc., Plat. etc.

Middle Liddell

τοιουτό-τροπος, ον,
of such kind, such like, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

of such a kind, of such a sort, of such kind

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)