φατειός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] poet. = [[φατέος]], [[οὔτι]] [[φατειός]], unaussprechlich, unsäglich, erschrecklich, nur Hes. Th. 310 Sc. 144. 161.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] poet. = [[φατέος]], [[οὔτι]] [[φατειός]], unaussprechlich, unsäglich, erschrecklich, nur Hes. Th. 310 Sc. 144. 161.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qu’on peut dire, <i>slmt dans la locut. nég.</i> οὔ [[τι]] [[φατειός]] indicible ; terrible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. poét. de [[φημί]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰτειός''': -ά, -όν, Ἐπικ. ἀντὶ φατέος, ἔτικτεν ἀμήχανον, [[οὔτι]] φατειόν, Κέρβερον, δηλ. οὐκ ὀνομαστόν, δυσώνυμον, ἐπὶ φοβερῶν ὄντων, Ἡσ. Θεογ. 310, Ἀσπ. Ἡρ. 144, 161· [[φάσμα]] καρτερὸν [[οὔτι]] φατειὸν Μηνόφιλος παρὰ Στοβ. 407. 21.
|lstext='''φᾰτειός''': -ά, -όν, Ἐπικ. ἀντὶ φατέος, ἔτικτεν ἀμήχανον, [[οὔτι]] φατειόν, Κέρβερον, δηλ. οὐκ ὀνομαστόν, δυσώνυμον, ἐπὶ φοβερῶν ὄντων, Ἡσ. Θεογ. 310, Ἀσπ. Ἡρ. 144, 161· [[φάσμα]] καρτερὸν [[οὔτι]] φατειὸν Μηνόφιλος παρὰ Στοβ. 407. 21.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qu’on peut dire, <i>slmt dans la locut. nég.</i> οὔ [[τι]] [[φατειός]] indicible ; terrible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. poét. de [[φημί]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰτειός Medium diacritics: φατειός Low diacritics: φατειός Capitals: ΦΑΤΕΙΟΣ
Transliteration A: phateiós Transliteration B: phateios Transliteration C: fateios Beta Code: fateio/s

English (LSJ)

η, όν,
A speakable, οὔ τι φατειός = unutterable, unspeakable, of horrid objects, Κέρβερος, Φόβος, ὄφιες, Hes.Th.310, Sc.144, 161; φάσμα καρτερὸν οὔ τι φατειόν Menoph.Damasc. ap. Stob.4.21.7.

German (Pape)

[Seite 1258] poet. = φατέος, οὔτι φατειός, unaussprechlich, unsäglich, erschrecklich, nur Hes. Th. 310 Sc. 144. 161.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qu’on peut dire, slmt dans la locut. nég. οὔ τι φατειός indicible ; terrible.
Étymologie: adj. verb. poét. de φημί.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰτειός: -ά, -όν, Ἐπικ. ἀντὶ φατέος, ἔτικτεν ἀμήχανον, οὔτι φατειόν, Κέρβερον, δηλ. οὐκ ὀνομαστόν, δυσώνυμον, ἐπὶ φοβερῶν ὄντων, Ἡσ. Θεογ. 310, Ἀσπ. Ἡρ. 144, 161· φάσμα καρτερὸν οὔτι φατειὸν Μηνόφιλος παρὰ Στοβ. 407. 21.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(επικ. τ.) (συν. σε φρ. με άρνηση) οὐ φατειός
(για φοβερά πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φατειός, σχηματισμένος από το θ. φᾰ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φημί, αποτελεί το αρχαιότερο παράδειγμα ρηματ. επιθ. σε -τεος. Αξιοσημείωτη είναι η δίφθογγος -ει- του τ. η οποία δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα μετρικής έκτασης, αλλά οφείλεται στο ότι το επίθ. φατειός έχει προέλθει από ένα θηλ. ουσ. σε -t(e)i- (πρβλ. και τον μυκηναϊκό τ. qetejo + kwei-τειον του ρ. τίνω)].

Greek Monotonic

φᾰτειός: -ά, -όν, Επικ. αντί φατέος, οὔ τι φατειός, ανέκφραστος, ανείπωτος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰτειός: [adj. verb. к φημί выразимый: только в выраж. οὔτι φ. Hes. невыразимый, ужасный.

Middle Liddell

φᾰτειός, ή, όν [epic for φατέος
οὔτι φατειός un- utterable, un- speakable, Hes.