φιλοπροσηγορία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] ἡ, Leutseligkeit, Isocr. 1, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] ἡ, Leutseligkeit, Isocr. 1, 20.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />affabilité.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοπροσήγορος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοπροσηγορία''': ἡ, ἔστι δὲ φιλοπροσηγορίας, τὸ προσφωνεῖν τοὺς ἀπαντῶντας Ἰσοκρ. 6Β, Διονύσ. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 1.
|lstext='''φῐλοπροσηγορία''': ἡ, ἔστι δὲ φιλοπροσηγορίας, τὸ προσφωνεῖν τοὺς ἀπαντῶντας Ἰσοκρ. 6Β, Διονύσ. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 1.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />affabilité.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοπροσήγορος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπροσηγορία Medium diacritics: φιλοπροσηγορία Low diacritics: φιλοπροσηγορία Capitals: ΦΙΛΟΠΡΟΣΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: philoprosēgoría Transliteration B: philoprosēgoria Transliteration C: filoprosigoria Beta Code: filoproshgori/a

English (LSJ)

ἡ, easiness of address, affability, Isoc.1.20, D.H. Rh.5.1.

German (Pape)

[Seite 1284] ἡ, Leutseligkeit, Isocr. 1, 20.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
affabilité.
Étymologie: φιλοπροσήγορος.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπροσηγορία: ἡ, ἔστι δὲ φιλοπροσηγορίας, τὸ προσφωνεῖν τοὺς ἀπαντῶντας Ἰσοκρ. 6Β, Διονύσ. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 1.

Greek Monolingual

ἡ, Α φιλοπροσήγορος
η ιδιότητα του φιλοπροσηγόρου, ευπροσηγορία.

Greek Monotonic

φῐλοπροσηγορία: ἡ, ευκολία στην προσφώνηση, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπροσηγορία: ἡ общительность, приветливость, т. е. доступность Isocr.

Middle Liddell

φῐλοπροσηγορία, ἡ,
easiness of address, Isocr. [from φῐλοπροσήγορος]