χαμάδις: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=xama/dis
|Beta Code=xama/dis
|Definition=[ᾰδ] ([[χαμάδι]] read in Od.19.599 by Eust.1879.53, cf. [[χαμάνδις]]), Adv., Ep. for [[χαμᾶζε]], [[to the ground]], [[on the ground]], τὰ μέν τ' [[ἄνεμος]] χαμάδις χέει = [[some]] the [[wind]] makes [[fall]] [[on the ground]] Il.6.147; χαμάδις πέσε 7.16; χαμάδις βάλε = he [[cast]] [[on the ground]] ib.190, etc.; once in Trag., A.Th.358 (lyr.).
|Definition=[ᾰδ] ([[χαμάδι]] read in Od.19.599 by Eust.1879.53, cf. [[χαμάνδις]]), Adv., Ep. for [[χαμᾶζε]], [[to the ground]], [[on the ground]], τὰ μέν τ' [[ἄνεμος]] χαμάδις χέει = [[some]] the [[wind]] makes [[fall]] [[on the ground]] Il.6.147; χαμάδις πέσε 7.16; χαμάδις βάλε = he [[cast]] [[on the ground]] ib.190, etc.; once in Trag., A.Th.358 (lyr.).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sur <i>ou</i> vers la terre, à terre.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμάδῐς''': Ἐπίρρ., Ἐπικ. ἀντὶ [[χαμᾶζε]] (ὡς [[οἴκαδις]] ἀντὶ [[οἴκαδε]]), εἰς τὸ [[ἔδαφος]], ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς, τὰ μέν τ’ [[ἄνεμος]] χ. χέει Ἰλ. Ζ. 147˙ χ. πέσε Η. 16˙ χ. [[βάλε]] Η. 190, κλπ.˙ μόνον [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Θήβ. 358. - [[Δωρικός]] τις [[τύπος]] χαμάνδι μνημονεύεται ἐν Θεογνώστου Καν. σελ. 163, 32˙ καὶ ὁ Εὐστ. 1879. 52, μνημονεύει χαμάδι.
|lstext='''χᾰμάδῐς''': Ἐπίρρ., Ἐπικ. ἀντὶ [[χαμᾶζε]] (ὡς [[οἴκαδις]] ἀντὶ [[οἴκαδε]]), εἰς τὸ [[ἔδαφος]], ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς, τὰ μέν τ’ [[ἄνεμος]] χ. χέει Ἰλ. Ζ. 147˙ χ. πέσε Η. 16˙ χ. [[βάλε]] Η. 190, κλπ.˙ μόνον [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Θήβ. 358. - [[Δωρικός]] τις [[τύπος]] χαμάνδι μνημονεύεται ἐν Θεογνώστου Καν. σελ. 163, 32˙ καὶ ὁ Εὐστ. 1879. 52, μνημονεύει χαμάδι.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sur <i>ou</i> vers la terre, à terre.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμάδῐς Medium diacritics: χαμάδις Low diacritics: χαμάδις Capitals: ΧΑΜΑΔΙΣ
Transliteration A: chamádis Transliteration B: chamadis Transliteration C: chamadis Beta Code: xama/dis

English (LSJ)

[ᾰδ] (χαμάδι read in Od.19.599 by Eust.1879.53, cf. χαμάνδις), Adv., Ep. for χαμᾶζε, to the ground, on the ground, τὰ μέν τ' ἄνεμος χαμάδις χέει = some the wind makes fall on the ground Il.6.147; χαμάδις πέσε 7.16; χαμάδις βάλε = he cast on the ground ib.190, etc.; once in Trag., A.Th.358 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

adv.
sur ou vers la terre, à terre.
Étymologie: χαμαί.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμάδῐς: Ἐπίρρ., Ἐπικ. ἀντὶ χαμᾶζε (ὡς οἴκαδις ἀντὶ οἴκαδε), εἰς τὸ ἔδαφος, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς, τὰ μέν τ’ ἄνεμος χ. χέει Ἰλ. Ζ. 147˙ χ. πέσε Η. 16˙ χ. βάλε Η. 190, κλπ.˙ μόνον ἅπαξ παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Θήβ. 358. - Δωρικός τις τύπος χαμάνδι μνημονεύεται ἐν Θεογνώστου Καν. σελ. 163, 32˙ καὶ ὁ Εὐστ. 1879. 52, μνημονεύει χαμάδι.

English (Autenrieth)

(χαμαί): to the ground.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χαμάνδις Α
επίρρ. (επικ. τ.) στο έδαφος, στη γη, χάμω («φύλλα τὰ μὲν τ' ἄνεμος χαμάδις χέει», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. -άδις (πρβλ. κρυφ-άδις, μιγ-άδις)].

Greek Monotonic

χᾰμάδῐς: [ᾰδ], επίρρ. Επικ. αντί χᾰμᾶζε (όπως οἴκαδις αντί οἴκαδε), στο έδαφος, πάνω στο έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰμάδις: (μᾰ) adv. Hom., Aesch. = χαμᾶζε.

Middle Liddell

[epic for χαμᾶζε [as οἴκαδις for οἴκαδε
to the ground, on the ground, Il., Aesch.