χλοῦνις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1360.png Seite 1360]] ἡ, das Verschneiden, Entmannen (vgl. [[χλούνης]]), oder nach Andern das blühende Knabenalter (?); σπέρματός τ' ἀποφθορᾷ παίδων κακοῦται [[χλοῦνις]] Aesch. Eum. 179, [[varia lectio|v.l.]] κακοῦ τε [[χλοῦνις]]; der Vers ist verderbt, die Bedeutung unklar.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1360.png Seite 1360]] ἡ, das Verschneiden, Entmannen (vgl. [[χλούνης]]), oder nach Andern das blühende Knabenalter (?); σπέρματός τ' ἀποφθορᾷ παίδων κακοῦται [[χλοῦνις]] Aesch. Eum. 179, [[varia lectio|v.l.]] κακοῦ τε [[χλοῦνις]]; der Vers ist verderbt, die Bedeutung unklar.
}}
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br />fleur de jeunesse, puberté ; <i>p. ext.</i> pubis <i>ou</i> sexe de l'homme.<br />'''Étymologie:''' [[χλούνης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χλοῦνις''': ἡ, [[λέξις]] τις ἀπαντῶσα ἐν Αἰσχύλ. Εὐμεν. 189, καὶ ὑποκειμένη εἰς τὰς αὐτὰς ἀμφιβολίας εἰς ἃς καὶ τὸ [[χλούνης]], αἵτινες ἐπαυξάνονται ὡς ἐκ τῆς ἐφθαρμένης καταστάσεως τοῦ χωρίου (ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ). Τὸ Μεδ. Ἀντίγραφον φέρει σπέρματός τ’ ἀποφθοραὶ (Schütz ἀποφθορᾷ) παίδων κακοῦται χλ., καὶ παρέχεται ἡ [[σημασία]] τῆς χλωρᾶς ἡλικίας, ἢ νεανικῆς ἀκμῆς καὶ ζωηρότητος. 2) ἕτεροι παραδέχονται τὴν διόρθωσιν τοῦ Stanley (ἥτις στηρίζεται ἐπὶ τῆς πρώτης ἑρμηνείας τοῦ [[χλούνης]]), κακή τε [[χλοῦνις]] ἠδ’ [[ἀκρωνία]], εὐνουχισμὸς καὶ [[ἀκρωτηριασμός]]˙ ἀλλὰ πρβλ. [[ἀκρωνία]].
|lstext='''χλοῦνις''': ἡ, [[λέξις]] τις ἀπαντῶσα ἐν Αἰσχύλ. Εὐμεν. 189, καὶ ὑποκειμένη εἰς τὰς αὐτὰς ἀμφιβολίας εἰς ἃς καὶ τὸ [[χλούνης]], αἵτινες ἐπαυξάνονται ὡς ἐκ τῆς ἐφθαρμένης καταστάσεως τοῦ χωρίου (ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ). Τὸ Μεδ. Ἀντίγραφον φέρει σπέρματός τ’ ἀποφθοραὶ (Schütz ἀποφθορᾷ) παίδων κακοῦται χλ., καὶ παρέχεται ἡ [[σημασία]] τῆς χλωρᾶς ἡλικίας, ἢ νεανικῆς ἀκμῆς καὶ ζωηρότητος. 2) ἕτεροι παραδέχονται τὴν διόρθωσιν τοῦ Stanley (ἥτις στηρίζεται ἐπὶ τῆς πρώτης ἑρμηνείας τοῦ [[χλούνης]]), κακή τε [[χλοῦνις]] ἠδ’ [[ἀκρωνία]], εὐνουχισμὸς καὶ [[ἀκρωτηριασμός]]˙ ἀλλὰ πρβλ. [[ἀκρωνία]].
}}
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br />fleur de jeunesse, puberté ; <i>p. ext.</i> pubis <i>ou</i> sexe de l'homme.<br />'''Étymologie:''' [[χλούνης]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοῦνις Medium diacritics: χλοῦνις Low diacritics: χλούνις Capitals: ΧΛΟΥΝΙΣ
Transliteration A: chloûnis Transliteration B: chlounis Transliteration C: chloynis Beta Code: xlou=nis

English (LSJ)

ἡ, virility, σπέρματός τ' ἀποφθοραὶ (Musgrave ἀποφθορᾷ) παίδων κακοῦται χ. A.Eu.188.

German (Pape)

[Seite 1360] ἡ, das Verschneiden, Entmannen (vgl. χλούνης), oder nach Andern das blühende Knabenalter (?); σπέρματός τ' ἀποφθορᾷ παίδων κακοῦται χλοῦνις Aesch. Eum. 179, v.l. κακοῦ τε χλοῦνις; der Vers ist verderbt, die Bedeutung unklar.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
fleur de jeunesse, puberté ; p. ext. pubis ou sexe de l'homme.
Étymologie: χλούνης.

Greek (Liddell-Scott)

χλοῦνις: ἡ, λέξις τις ἀπαντῶσα ἐν Αἰσχύλ. Εὐμεν. 189, καὶ ὑποκειμένη εἰς τὰς αὐτὰς ἀμφιβολίας εἰς ἃς καὶ τὸ χλούνης, αἵτινες ἐπαυξάνονται ὡς ἐκ τῆς ἐφθαρμένης καταστάσεως τοῦ χωρίου (ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ). Τὸ Μεδ. Ἀντίγραφον φέρει σπέρματός τ’ ἀποφθοραὶ (Schütz ἀποφθορᾷ) παίδων κακοῦται χλ., καὶ παρέχεται ἡ σημασία τῆς χλωρᾶς ἡλικίας, ἢ νεανικῆς ἀκμῆς καὶ ζωηρότητος. 2) ἕτεροι παραδέχονται τὴν διόρθωσιν τοῦ Stanley (ἥτις στηρίζεται ἐπὶ τῆς πρώτης ἑρμηνείας τοῦ χλούνης), κακή τε χλοῦνις ἠδ’ ἀκρωνία, εὐνουχισμὸς καὶ ἀκρωτηριασμός˙ ἀλλὰ πρβλ. ἀκρωνία.

Greek Monolingual

-ούνεως, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η νεανική ηλικία ή, κατ' άλλους, ο ευνουχισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλούνης + κατάλ. -ις (πρβλ. δύναμ-ις). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. έχει θετική σημ., σε αντιδιαστολή προς τη μειωτική σημ. του τ. χλούνης].

Greek Monotonic

χλοῦνις: ἡ, λέξη άγνωστης σημασίας (όπως χλούνης), πιθ. φρεσκάδα, νεανική ακμή, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χλοῦνις: εως ἡ предполож. оскопление Aesch.

Middle Liddell

χλοῦνις, ιος, ἡ, like χλούνης
a word of unknown sense, perhaps freshness, youthful vigour, Aesch.