ἀκοίμητος: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no duerme]] Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage [[ἀγγελίη]] ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12<br /><b class="num">•</b>de ahí [[vigilante]], [[atento]] [[Ἄργος]] ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.17.15, ὀπωπαί Nonn.<i>D</i>.35.234, πρόνοια <i>POxy</i>.1468.7 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que no descansa]], [[que nunca reposa]] del mar, A.<i>Pr</i>.140, ῥέεθρον <i>ISide</i> 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. <i>Apoc.Esd</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>[[que no cesa]] πῦρ Plu.<i>Cam</i>.20, Ael.<i>NA</i> 11.3, φέγγος [[LXX]] <i>Sap</i>.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.<i>D</i>.3.43, δάκρυα <i>IG</i> 9(2).317.4 (Trica III d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[vigilantemente]] ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.<i>Fr</i>.101H. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no duerme]] Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage [[ἀγγελίη]] ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12<br /><b class="num">•</b>de ahí [[vigilante]], [[atento]] [[Ἄργος]] ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.17.15, ὀπωπαί Nonn.<i>D</i>.35.234, πρόνοια <i>POxy</i>.1468.7 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que no descansa]], [[que nunca reposa]] del mar, A.<i>Pr</i>.140, ῥέεθρον <i>ISide</i> 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. <i>Apoc.Esd</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>[[que no cesa]] πῦρ Plu.<i>Cam</i>.20, Ael.<i>NA</i> 11.3, φέγγος [[LXX]] <i>Sap</i>.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.<i>D</i>.3.43, δάκρυα <i>IG</i> 9(2).317.4 (Trica III d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[vigilantemente]] ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.<i>Fr</i>.101H. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ne sommeille pas, qui ne se repose pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κοιμάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκοίμητος''': -ον, = [[ἄϋπνος]], ὁ μὴ ἀναπαυόμενος, περὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 139· πρβλ. Θεόκρ. 13. 44, Διόδ., Πλούτ., κτλ.· ἀκ. δάκρυσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1778· ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1064. 9: ― Ὁ [[τύπος]] ἀκοίμιστος, ον [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]] ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 616. 48. | |lstext='''ἀκοίμητος''': -ον, = [[ἄϋπνος]], ὁ μὴ ἀναπαυόμενος, περὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 139· πρβλ. Θεόκρ. 13. 44, Διόδ., Πλούτ., κτλ.· ἀκ. δάκρυσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1778· ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1064. 9: ― Ὁ [[τύπος]] ἀκοίμιστος, ον [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]] ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 616. 48. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, sleepless, unresting, of sea, A.Pr.139; Νύμφαι Theoc.13.44; πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA11.3; φέγγος LXX Wi.7.10; ἀ. καὶ ἀπαραλόγιστος Arr.Epict.1.14.12, etc.; ἀ. δάκρυσι IG9(2).317.4 (Tricca). Adv. -τως, ἔχει πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101 H.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no duerme Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage ἀγγελίη ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12
•de ahí vigilante, atento Ἄργος ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.Par.Eu.Io.17.15, ὀπωπαί Nonn.D.35.234, πρόνοια POxy.1468.7 (III d.C.).
2 que no descansa, que nunca reposa del mar, A.Pr.140, ῥέεθρον ISide 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. Apoc.Esd.4.20
•que no cesa πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA 11.3, φέγγος LXX Sap.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.D.3.43, δάκρυα IG 9(2).317.4 (Trica III d.C.).
II adv. -ως vigilantemente ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101H.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne sommeille pas, qui ne se repose pas.
Étymologie: ἀ, κοιμάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοίμητος: -ον, = ἄϋπνος, ὁ μὴ ἀναπαυόμενος, περὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 139· πρβλ. Θεόκρ. 13. 44, Διόδ., Πλούτ., κτλ.· ἀκ. δάκρυσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1778· ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1064. 9: ― Ὁ τύπος ἀκοίμιστος, ον εἶναι ἀμφίβολος ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 616. 48.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀκοίμητος, -ον) (ΑΝ)
1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος
2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος
(μσν.-νεοελλ. μτφ.)
1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος
2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος
νεοελλ.
αυτός που επαγρυπνεί, που επιβλέπει αδιάκοπα, άγρυπνος
μσν.
ως ουσ. οι Ακοίμητοι
μοναχοί ομώνυμης μονής της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. Ακοιμήτων Μονή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ-στερητ. + κοιμῶμαι (-ᾶμαι).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακοιμησία].
Greek Monotonic
ἀκοίμητος: -ον (κοιμάω), άϋπνος, άγρυπνος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοίμητος:
1) не знающий сна, никогда не отдыхающий, вечно бодрствующий (ῥεῦμα Ὠκεανοῦ Aesch.; Νύμφαι Theocr.; δόρατα Anth.);
2) неугасимый (πῦρ Plut.).