ἀλινδήθρα: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0097.png Seite 97]] ἡ, Wälzplatz für die Pferde, B. A. 4 [[τόπος]] ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0097.png Seite 97]] ἡ, Wälzplatz für die Pferde, B. A. 4 [[τόπος]] ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />emplacement pour se rouler <i>en parl. de chevaux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλινδέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλινδήθρα''': ἡ, «[[κυλίστρα]], [[τόπος]] ἐν ᾧ οἱ ἵπποι κονίονται», Σουΐδ., Λατ. volutabrum (πρβλ. [[ἐξαλίνδω]])· μεταφ. [[ἀλινδήθρα]] ἐπῶν, ὅ ἐ. μακραί, περίπλοκοι καὶ τρόπον τινὰ κυλινδρούμεναι λέξεις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 904. | |lstext='''ἀλινδήθρα''': ἡ, «[[κυλίστρα]], [[τόπος]] ἐν ᾧ οἱ ἵπποι κονίονται», Σουΐδ., Λατ. volutabrum (πρβλ. [[ἐξαλίνδω]])· μεταφ. [[ἀλινδήθρα]] ἐπῶν, ὅ ἐ. μακραί, περίπλοκοι καὶ τρόπον τινὰ κυλινδρούμεναι λέξεις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 904. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, place for horses to roll in, Phryn.PSp.5B.: metaph., ἀλινδῆθραι ἐπῶν, of Euripides' tragedies, Ar.Ra.904.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
revolcadero de caballos Phryn.PS 5
•fig. ἀλινδῆθραι ἐπῶν irón. de las obras de Eurípides, Ar.Ra.904.
German (Pape)
[Seite 97] ἡ, Wälzplatz für die Pferde, B. A. 4 τόπος ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
emplacement pour se rouler en parl. de chevaux.
Étymologie: ἀλινδέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλινδήθρα: ἡ, «κυλίστρα, τόπος ἐν ᾧ οἱ ἵπποι κονίονται», Σουΐδ., Λατ. volutabrum (πρβλ. ἐξαλίνδω)· μεταφ. ἀλινδήθρα ἐπῶν, ὅ ἐ. μακραί, περίπλοκοι καὶ τρόπον τινὰ κυλινδρούμεναι λέξεις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 904.
Greek Monolingual
ἀλινδήθρα, η (Α) ἀλινδῶ
1. τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα
2. φρ. «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών του Ευριπίδη
η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές.
Greek Monotonic
ἀλινδήθρα: ἡ, αμμώδης περιοχή για το κύλισμα των αλόγων, Λατ. volutabrum· μεταφ., ἀλινδῆθραι ἐπῶν, δηλ. οι μακριές περίπλοκες και κατά κάποιο τρόπο «κυλινδρόμενες» λέξεις, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλινδήθρα: ἡ досл. площадка, на которой валяются по земле лошади: ἀ. ἐπῶν Arph. нагромождение слов, хитросплетение.
Middle Liddell
[from ἀλινδέω
a sandy place for horses to roll in, Lat. volutabrum: metaph., ἀλινδήθραι ἐπῶν, i. e. words big enough for rolling places, Ar.