ἀνταποστέλλω: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0244.png Seite 244]] dagegen abschicken, Pol. 22, 28. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0244.png Seite 244]] dagegen abschicken, Pol. 22, 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἀνταπέστελλον;<br />renvoyer en échange, rapporter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀποστέλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνταποστέλλω''': [[στέλλω]] ἀντὶ ἄλλου ἢ πρὸς ἀνταλλαγήν, ὁμήρους δ’ [[εἴκοσι]] διδότω Ἀντίοχος, δι’ ἐτῶν τριῶν ἄλλους ἀνταποστέλλων Πολύβ. 22. 26, 22: [[στέλλω]] [[ὀπίσω]], Νικήτ. Εὐγεν. 5. 325: [[παραπέμπω]] τινὰ [[πάλιν]], ἐπί τι Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 86. | |lstext='''ἀνταποστέλλω''': [[στέλλω]] ἀντὶ ἄλλου ἢ πρὸς ἀνταλλαγήν, ὁμήρους δ’ [[εἴκοσι]] διδότω Ἀντίοχος, δι’ ἐτῶν τριῶν ἄλλους ἀνταποστέλλων Πολύβ. 22. 26, 22: [[στέλλω]] [[ὀπίσω]], Νικήτ. Εὐγεν. 5. 325: [[παραπέμπω]] τινὰ [[πάλιν]], ἐπί τι Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 86. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 2 October 2022
English (LSJ)
send in exchange, ὁμήρους Plb.21.43.22; send backwards and forwards, πρέσβεις D.C.50.2, cf. Aen.Tact.31.9 (Pass.); refer one back again, ἐπί τι S.E.M.8.86; of an echo, τὰς ἀνακλάσεις ἀ. Plu.2.248c.
Spanish (DGE)
1 enviar en intercambio πρέσβεις D.C.50.2.1 ἄλλους (ὁμήρους) Plb.21.43.22, τὰ μέγιστα τῶν ... δώρων Plb.32.1.3.
2 enviar en respuesta una embajada, LXX 3Re.21.10, unas cartas, Aen.Tact.31.9 ter.
3 enviar a su vez (ἡμᾶς) ἐπὶ τὸ ὑπάρχον S.E.M.8.86, τὰς ἀνακλάσεις de una reverberación, Plu.2.248c.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen abschicken, Pol. 22, 28.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνταπέστελλον;
renvoyer en échange, rapporter.
Étymologie: ἀντί, ἀποστέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποστέλλω: στέλλω ἀντὶ ἄλλου ἢ πρὸς ἀνταλλαγήν, ὁμήρους δ’ εἴκοσι διδότω Ἀντίοχος, δι’ ἐτῶν τριῶν ἄλλους ἀνταποστέλλων Πολύβ. 22. 26, 22: στέλλω ὀπίσω, Νικήτ. Εὐγεν. 5. 325: παραπέμπω τινὰ πάλιν, ἐπί τι Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 86.
Greek Monolingual
ἀνταποστέλλω (AM)
μσν.
στέλνω πίσω, επιστρέφω
αρχ.
1. ανταλλάσσω
2. παραπέμπω για δεύτερη φορά.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταποστέλλω:
1) посылать обратно, отражать (ἀνακλάσεις Plut.);
2) посылать взамен (ἄλλους ὁμήρους Polyb.);
3) посылать в ответ (τῶν ῥητόρων τινάς Luc.).