ἀνυπέρβλητος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] unübertrefflich. unüberwindlich, [[φιλία]] Xen. Cyr. 8, 7, 15; [[ἀρετή]] Isocr. 4, 71; [[φιλοτιμία]] Dem. 2, 18; εἰς πονηρίαν Antiphan. Ath. III, 108 e; [[οὖρος]] ib. XII, 543 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] unübertrefflich. unüberwindlich, [[φιλία]] Xen. Cyr. 8, 7, 15; [[ἀρετή]] Isocr. 4, 71; [[φιλοτιμία]] Dem. 2, 18; εἰς πονηρίαν Antiphan. Ath. III, 108 e; [[οὖρος]] ib. XII, 543 d.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut surpasser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑπερβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυπέρβλητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπερβάλῃ, δηλ. νὰ ὑπερβῇ ἢ νὰ ὑπερνικήσῃ, [[οὕτως]] ἀεὶ [[ἀνυπέρβλητος]] ἔσται ἡ ὑμετέρα [[φιλία]] Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15, Δημ. 23. 11, Λυκοῦργ. 161. 37· [[ἄνθρωπος]] [[ἀνυπέρβλητος]] εἰς πονηρίαν Ἀντιφ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 13.
|lstext='''ἀνυπέρβλητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπερβάλῃ, δηλ. νὰ ὑπερβῇ ἢ νὰ ὑπερνικήσῃ, [[οὕτως]] ἀεὶ [[ἀνυπέρβλητος]] ἔσται ἡ ὑμετέρα [[φιλία]] Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15, Δημ. 23. 11, Λυκοῦργ. 161. 37· [[ἄνθρωπος]] [[ἀνυπέρβλητος]] εἰς πονηρίαν Ἀντιφ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut surpasser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑπερβάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπέρβλητος Medium diacritics: ἀνυπέρβλητος Low diacritics: ανυπέρβλητος Capitals: ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anypérblētos Transliteration B: anyperblētos Transliteration C: anypervlitos Beta Code: a)nupe/rblhtos

English (LSJ)

ον, A not to be surpassed or outdone, φιλία X.Cyr.8.7.15; ἀρετή Isoc.4.71; φιλοτιμία D.2.18; εὔνοια Lycurg.101; ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5; τάχη Epicur.Ep.1p.10U. Adv. -τως Arist. Rh.1370b31, Pyth.Sim.144. 2 persistent, obstinate, of disease, Gal.13.61.

Spanish (DGE)

-ον
I 1imposible de superar, insuperable de pers. ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5, ἀ. τὴν δύναμιν I.AI 11.44
de abstr. φύσις Hp.Acut.(Sp.) 48, Isoc.9.59, δύναμις Pl.Def.412b, φιλία X.Cyr.8.7.15, ἀρετή Isoc.4.71, φιλοτιμία D.2.18, D.S.13.56, εὔνοια Lycurg.101, πληγή Men.Sam.215, τάχη Epicur.Ep.[2] 47, ἀπειρία Plb.16.18.3, ὑπεροχὴ ... τῆς ... δυναστείας ἀ. Plb.1.2.7, γῆθος Plu.2.1091b, θρησκεία I.BI 2.198, τελειότης 1Ep.Clem.53.5, μέγεθος ἀρετᾶς Diotog.2, δόξα PMag.4.1201
subst. τὸ τῆς πίστεως ἀ. la imposibilidad de vencer a la fe Hippol.Dan.2.24.4.
2 persistente ἐπισταγμοί Gal.13.61.
II adv. -ως de manera insuperable ἀ. ὀργίζεσθαι Pythag.Sim.144, λυπεῖσθαι ἀ. Arist.Rh.1370b31, τελείως καὶ ἀ. γίνεται υἱὸς Θεοῦ Origenes Io.20.34 (p.372).

German (Pape)

[Seite 266] unübertrefflich. unüberwindlich, φιλία Xen. Cyr. 8, 7, 15; ἀρετή Isocr. 4, 71; φιλοτιμία Dem. 2, 18; εἰς πονηρίαν Antiphan. Ath. III, 108 e; οὖρος ib. XII, 543 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut surpasser.
Étymologie: , ὑπερβάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπέρβλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπερβάλῃ, δηλ. νὰ ὑπερβῇ ἢ νὰ ὑπερνικήσῃ, οὕτως ἀεὶ ἀνυπέρβλητος ἔσται ἡ ὑμετέρα φιλία Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15, Δημ. 23. 11, Λυκοῦργ. 161. 37· ἄνθρωπος ἀνυπέρβλητος εἰς πονηρίαν Ἀντιφ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνυπέρβλητος, -ον)
1. αξεπέραστος
2
απαράμιλλος, ακατανίκητος.

Greek Monotonic

ἀνυπέρβλητος: -ον (ὑπερβάλλω), αυτός που δεν έχει υπερβληθεί ή υπερνικηθεί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -τως, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυπέρβλητος:
1) не могущий быть превзойденным, несравненный (φιλία Xen.; ἀρετή Isocr.);
2) безмерный, беспредельный (τὸ βάθος Arst.; φιλοτιμία Dem.; γῆθος Plut.);
3) сильнейший (χειμῶνες Arst.);
4) неодолимый (δύναμις Plut.).

Middle Liddell

ὑπερβάλλω
not to be surpassed or outdone, Xen., etc.:—adv. -τως, Arist.

English (Woodhouse)

unsurpassed, not to be surpassed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)