ἀτιμαγελέω: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0386.png Seite 386]] die Heerde verlassen, Arist. H. A. 9, 31 (aor.); Theocr. 9, 4, nach Schol. καταλιπεῖν τὸ κοινὸν τῆς ἀγέλης καὶ καθ' ἑαυτὸν νέμεσθαι; stolz sein, in geziertem Ausdruck, Luc. Lexiph. 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0386.png Seite 386]] die Heerde verlassen, Arist. H. A. 9, 31 (aor.); Theocr. 9, 4, nach Schol. καταλιπεῖν τὸ κοινὸν τῆς ἀγέλης καὶ καθ' ἑαυτὸν νέμεσθαι; stolz sein, in geziertem Ausdruck, Luc. Lexiph. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> abandonner le troupeau par dédain ; s'égarer;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> déserter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀτιμαγέλης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτῑμᾰγελέω''': [[καταλείπω]] τὴν ἀγέλην, ἐπὶ ταύρου, ὁ δὲ [[ταῦρος]], [[ὅταν]] ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, [[τότε]] γίνεται [[σύννομος]] καὶ μάχεται τοῖς ἄλλοις, τὸν δὲ πρότερον χρόνον μετ’ [[ἀλλήλων]] εἰσίν, ὃ καλεῖται ἀτιμαγελεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 18, 16., μηδὲν ἀτιμαγελοῦντες, [[μηδαμῶς]] καταλείποντες τὴν ἀγέλην, 9. 3, 4, Θεόκρ. 9, 5. ΙΙ. μεταφ., ὑπερφρονῶ, [[ὑπερηφανεύομαι]], Λουκ. Λεξιφ. 10. | |lstext='''ἀτῑμᾰγελέω''': [[καταλείπω]] τὴν ἀγέλην, ἐπὶ ταύρου, ὁ δὲ [[ταῦρος]], [[ὅταν]] ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, [[τότε]] γίνεται [[σύννομος]] καὶ μάχεται τοῖς ἄλλοις, τὸν δὲ πρότερον χρόνον μετ’ [[ἀλλήλων]] εἰσίν, ὃ καλεῖται ἀτιμαγελεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 18, 16., μηδὲν ἀτιμαγελοῦντες, [[μηδαμῶς]] καταλείποντες τὴν ἀγέλην, 9. 3, 4, Θεόκρ. 9, 5. ΙΙ. μεταφ., ὑπερφρονῶ, [[ὑπερηφανεύομαι]], Λουκ. Λεξιφ. 10. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:05, 2 October 2022
English (LSJ)
(ἀγέλη) forsake the herd, stray, Arist.HA572b19, 611a2, Theoc.9.5: metaph., try to escape, Luc.Lex.10.
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. part. ἀτιμαγελεῦντες Theoc.9.5]
desmandarse, hacerse cimarrón de toros, Arist.HA 572b19, 611a2, Theoc.l.c.
•fig. de pers. ὁ στρατηγός ... ἀτιμαγελοῦντι καρπόδεσμα ... περιθείς Luc.Lex.10.
German (Pape)
[Seite 386] die Heerde verlassen, Arist. H. A. 9, 31 (aor.); Theocr. 9, 4, nach Schol. καταλιπεῖν τὸ κοινὸν τῆς ἀγέλης καὶ καθ' ἑαυτὸν νέμεσθαι; stolz sein, in geziertem Ausdruck, Luc. Lexiph. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 abandonner le troupeau par dédain ; s'égarer;
2 p. anal. déserter.
Étymologie: ἀτιμαγέλης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῑμᾰγελέω: καταλείπω τὴν ἀγέλην, ἐπὶ ταύρου, ὁ δὲ ταῦρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος καὶ μάχεται τοῖς ἄλλοις, τὸν δὲ πρότερον χρόνον μετ’ ἀλλήλων εἰσίν, ὃ καλεῖται ἀτιμαγελεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 18, 16., μηδὲν ἀτιμαγελοῦντες, μηδαμῶς καταλείποντες τὴν ἀγέλην, 9. 3, 4, Θεόκρ. 9, 5. ΙΙ. μεταφ., ὑπερφρονῶ, ὑπερηφανεύομαι, Λουκ. Λεξιφ. 10.
Greek Monotonic
ἀτῑμᾰγελέω: μέλ. -ήσω, εγκαταλείπω τα κοπάδια, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτῑμᾰγελέω: уходить от своего стада Arst., Theocr., Luc.
Middle Liddell
[From ἀτιμαγέλης
to forsake the herd, Theocr.