ἄνοικτος: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0240.png Seite 240]] erbarmungslos, unbarmherzig, Ar. Th. 1022; Eur. Troad. 782. – Adv., Soph. O. R. 180. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0240.png Seite 240]] erbarmungslos, unbarmherzig, Ar. Th. 1022; Eur. Troad. 782. – Adv., Soph. O. R. 180. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />impitoyable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἶκτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνοικτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] οἴκτου ἢ ἐλέους, [[ἀνοικτίρμων]], [[σκληρός]], Εὐρ. Τρῳ. 782, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1022: - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] ἐλέους, χωρὶς νὰ λυπῆταί τις, νηλέα δὲ γένεθλα πρὸς πέδῳ θαναταφόρα κεῖται ἀνοίκτως Σοφ. Ο. Τ. 180, Εὐρ. Τρῳ. 751. | |lstext='''ἄνοικτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] οἴκτου ἢ ἐλέους, [[ἀνοικτίρμων]], [[σκληρός]], Εὐρ. Τρῳ. 782, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1022: - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] ἐλέους, χωρὶς νὰ λυπῆταί τις, νηλέα δὲ γένεθλα πρὸς πέδῳ θαναταφόρα κεῖται ἀνοίκτως Σοφ. Ο. Τ. 180, Εὐρ. Τρῳ. 751. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, pitiless, ruthless, E.Tr.787, Ar.Th.1022. Adv. ἀνοίκτως = without pity, without being pitied, S.OT180, E.Tr.756: also ἀνοίκτρως Ant.Lib.39 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-ον
1 implacable ὅστις ἄνοικτος ... ἐστίν E.Tr.787, ἄνοικτος ὃς ... E.Fr.120, cf. Ar.Th.1022, de un tipo de delfines, Ael.NA 16.18, ψυχή LXX 3Ma.4.4.
2 adv. -ως sin piedad κεῖται ἀ. S.OT 181, ὑψόθεν πεσὼν ἀ. E.Tr.756.
German (Pape)
[Seite 240] erbarmungslos, unbarmherzig, Ar. Th. 1022; Eur. Troad. 782. – Adv., Soph. O. R. 180.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impitoyable.
Étymologie: ἀ, οἶκτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοικτος: -ον, ὁ ἄνευ οἴκτου ἢ ἐλέους, ἀνοικτίρμων, σκληρός, Εὐρ. Τρῳ. 782, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1022: - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ ἐλέους, χωρὶς νὰ λυπῆταί τις, νηλέα δὲ γένεθλα πρὸς πέδῳ θαναταφόρα κεῖται ἀνοίκτως Σοφ. Ο. Τ. 180, Εὐρ. Τρῳ. 751.
Greek Monotonic
ἄνοικτος: -ον, ανοικτίρμων, σκληρός, αδίστακτος, σε Ευρ.· επίρρ. -τως, χωρίς οίκτο, ανηλεώς, ανευσπλαχνικά, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνοικτος: безжалостный Eur., Arph.
Middle Liddell
pitiless, ruthless, Eur.:—adv. -τως, without pity, without being pitied, Soph., Eur.