ἐπανάκειμαι: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0900.png Seite 900]] (s. [[κεῖμαι]]), darauf gesetzt sein als Strafe, Xen. Cyr. 3, 3, 52. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0900.png Seite 900]] (s. [[κεῖμαι]]), darauf gesetzt sein als Strafe, Xen. Cyr. 3, 3, 52. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être exposé <i>ou</i> réservé à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνάκειμαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπανάκειμαι''': [[ἐπίκειμαι]], εἶμαι ἐπιτεθειμένος ἐπί τινος, τοῖς δὲ κακοῖς [[ταπεινός]] τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ [[ἀβίωτος]] ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52. | |lstext='''ἐπανάκειμαι''': [[ἐπίκειμαι]], εἶμαι ἐπιτεθειμένος ἐπί τινος, τοῖς δὲ κακοῖς [[ταπεινός]] τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ [[ἀβίωτος]] ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:20, 2 October 2022
English (LSJ)
A to be imposed upon as punishment, τινί X. Cyr.3.3.52. II to be superadded, κακὸν κακῷ -κείμενον Numen. ap.Eus.PE14.8. 2 to be entered as well in a register, Stud.Pal. 1.62.33 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 900] (s. κεῖμαι), darauf gesetzt sein als Strafe, Xen. Cyr. 3, 3, 52.
French (Bailly abrégé)
être exposé ou réservé à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀνάκειμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανάκειμαι: ἐπίκειμαι, εἶμαι ἐπιτεθειμένος ἐπί τινος, τοῖς δὲ κακοῖς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52.
Greek Monolingual
ἐπανάκειμαι (Α) κείμαι
1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῖς δὲ κακοῖς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.)
2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος
3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον.
Greek Monotonic
ἐπανάκειμαι: Παθ., επίκειμαι, επιβάλλομαι ως τιμωρία σε κάποιον, τινι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανάκειμαι: предназначаться, быть уготованным (τοῖς κακοῖς ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται Xen.).
Middle Liddell
Pass. to be imposed upon as punishment, τινι Xen.